-
1 σκαπερδεύω
σκαπερδεύω, necken, verspotten; Hippon. fr. 1 bei Tzetz. zu Lycophr. 219 (Mein. σκαπαρδεῠσαι); Hesych. erkl. λοιδορῆσαι, Tzetz. συμμαχῆσαι.
См. также в других словарях:
σκαπερδεύσαι — και σκαπαρδεῡσαι Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῆσαι» 2. (ο τ. σκαπαρδεῡσαι (κατά τον Τζέτζ.) «συμμαχῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπέρδα. Προβλήματα γεννά τόσο η μορφή όσο και η σημ. τών διάφορων ρηματ. τ. (πρβλ. και σκαρπαδεῡσαι] … Dictionary of Greek