-
1 σκανδαλάριος
σκανδᾰλάριος, ὁ,A shingler of roofs, IGRom.4.1646 ([place name] Philadelphia), Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).215; cf. Lat. scandularius.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκανδαλάριος
См. также в других словарях:
σκανδαλάριος — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει στέγες σπιτιών από κομμάτια ξύλου, από πελεκούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scandularius / scindularius «αυτός που κατασκευάζει στέγες από πελεκούδια»] … Dictionary of Greek