-
1 σκαλία
σκαλίᾱ, σκαλίαςfound d' artichaut: masc nom /voc /acc dualσκαλίαςfound d' artichaut: masc voc sgσκαλίᾱ, σκαλίαςfound d' artichaut: masc voc sg (attic)σκαλίᾱ, σκαλίαςfound d' artichaut: masc gen sg (doric aeolic)σκαλίαςfound d' artichaut: masc nom sg (epic)——————σκαλίαι, σκαλίαςfound d' artichaut: masc nom /voc plσκαλίᾱͅ, σκαλίαςfound d' artichaut: masc dat sg (attic doric aeolic) -
2 σκαλίᾳ
Βλ. λ. σκαλία -
3 σκαλίας
σκαλίᾱς, σκαλίαςfound d' artichaut: masc acc plσκαλίᾱς, σκαλίαςfound d' artichaut: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
4 σκαλίαν
σκαλίᾱν, σκαλίαςfound d' artichaut: masc acc sg (attic epic doric aeolic)σκαλίαςfound d' artichaut: masc acc sg
См. также в других словарях:
σκαλία — σκαλίᾱ , σκαλίας found d artichaut masc nom/voc/acc dual σκαλίας found d artichaut masc voc sg σκαλίᾱ , σκαλίας found d artichaut masc voc sg (attic) σκαλίᾱ , σκαλίας found d artichaut masc gen sg (doric aeolic) σκαλίας found d artichaut masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλίᾳ — σκαλίαι , σκαλίας found d artichaut masc nom/voc pl σκαλίᾱͅ , σκαλίας found d artichaut masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαλιά — Παράλιος οικισμός (14 κάτ., υψόμ. 50 μ.), στην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Καλύμνου … Dictionary of Greek
σκαλίας — σκαλίᾱς , σκαλίας found d artichaut masc acc pl σκαλίᾱς , σκαλίας found d artichaut masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλίαν — σκαλίᾱν , σκαλίας found d artichaut masc acc sg (attic epic doric aeolic) σκαλίας found d artichaut masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Kalymnos — Gemeinde Kalymnos Δήμος Καλυμνίων (Κάλυμνος) … Deutsch Wikipedia
ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… … Dictionary of Greek
αναβάσιον — ἀναβάσιον, το (Μ) [ἀνάβασις] σκαλιά που οδηγούν επάνω σε έναν τόπο (αντίθ. καταβάσιον) … Dictionary of Greek
γραδήλιον — και γραδήλιν, το (Μ) σκαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < gradilis «αυτός που έχει σκαλιά»] … Dictionary of Greek
ενήλατον — ἐνήλατον, το (Α) [ενελαύνω] 1. αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται 2. μακρύ ξύλο, δοκός, δοκάρι 3. στον πληθ. ἐνήλατα τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές τής ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ ἐνηλάτων βάθρα», Ευρ.) 4 … Dictionary of Greek