-
1 σκαλμός
Grammatical information: m.Derivatives: - μίδιον n. ( Com. Adesp.). Besides σκάλμη f. `short sword, knife' (S. Fr. 620, after H. = μάχαιρα Θρᾳκία).Etymology: A quite close agreement is found in Germ. in a des. of diff. split or cut objects: OWNo. skalm f. `tooth of a fork, pod of a fruit, short sword', Swed. skalm f., `arm of a fork etc.', LGerm. schalm `thin strip of wood', OHG scalm `boat', PGm. * skal-ma \/ ō-, IE * skol-mo \/ ā-. Besides without anl. s- e.g. Lith. kélmas `stump of a tree, stem' (further in Fraenkel s. v.). The for σκαλμός, - μη required zero grade was formed after σκάλλω, and with an original sense of `split' v. t. The special meaning `thole' is a Greek innovation (cf. Chantraine Étrennes Benveniste 6). -- Did *skl̥mo- give σκαλμο- (one could expect *σκλαμο-?); esp. the Thrac. word is uncertain. Cf. the end of σκάλλω, where Frisk assumes a form independent of this verb, which is rather vague.Page in Frisk: 2,716Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκαλμός
См. также в других словарях:
επισκάλμωση — η ανάδεση, περιστροφή σχοινιού στον σκαλμό τού σκάφους … Dictionary of Greek
κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… … Dictionary of Greek
κωποδέτης — κωποδέτης, δωρ. τ. κωποδέτας, ὁ (Α) αυτός που δένει το κουπί στον σκαλμό τής λέμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + δέτης (< δέω «δένω»)] … Dictionary of Greek
παγαία — η ναυτ. μικρό κουπί με σχήμα φτυαριού που δεν προσδένεται σε σκαλμό, αλλά βυθίζεται με το χέρι κάθετα στο νερό κοντά στην πλευρά τής βάρκας, για να την ωθεί προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pagaie από τ. Μαλαισιακού ιδιώματος] … Dictionary of Greek
τροπωτήρας — ο / τροπωτήρ, ῆρος, ΝΑ ναυτ. δακτύλιος από σχοινί ή δέρμα ο οποίος συγκρατεί το κουπί στον σκαλμό τής βάρκας, αλλ. τροπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροπῶ / ώνω + κατάλ. τήρ* / τήρας] … Dictionary of Greek
τροπώνω — τροπῶ, όω, ΝΑ [τροπός] ναυτ. συνδέω το κουπί με τον σκαλμό τοποθετώντας τον τροπωτήρα νεοελλ. ναυτ. τοποθετώ σχοινένιο δακτύλιο στον μακαρά … Dictionary of Greek