Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκαλμο-

См. также в других словарях:

  • επισκάλμωση — η ανάδεση, περιστροφή σχοινιού στον σκαλμό τού σκάφους …   Dictionary of Greek

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • κωποδέτης — κωποδέτης, δωρ. τ. κωποδέτας, ὁ (Α) αυτός που δένει το κουπί στον σκαλμό τής λέμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + δέτης (< δέω «δένω»)] …   Dictionary of Greek

  • παγαία — η ναυτ. μικρό κουπί με σχήμα φτυαριού που δεν προσδένεται σε σκαλμό, αλλά βυθίζεται με το χέρι κάθετα στο νερό κοντά στην πλευρά τής βάρκας, για να την ωθεί προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pagaie από τ. Μαλαισιακού ιδιώματος] …   Dictionary of Greek

  • τροπωτήρας — ο / τροπωτήρ, ῆρος, ΝΑ ναυτ. δακτύλιος από σχοινί ή δέρμα ο οποίος συγκρατεί το κουπί στον σκαλμό τής βάρκας, αλλ. τροπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροπῶ / ώνω + κατάλ. τήρ* / τήρας] …   Dictionary of Greek

  • τροπώνω — τροπῶ, όω, ΝΑ [τροπός] ναυτ. συνδέω το κουπί με τον σκαλμό τοποθετώντας τον τροπωτήρα νεοελλ. ναυτ. τοποθετώ σχοινένιο δακτύλιο στον μακαρά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»