-
1 σκαλάθυρμα
σκαλάθυρμα, τό, Grübelei, Spitzfindigkeit, leere, spitzfindige Untersuchung, Posse, Hesych.
-
2 σκαλάθυρμα
σκαλάθυρμα, τό, Grübelei, Spitzfindigkeit, leere, spitzfindige Untersuchung, Posse -
3 σκαλάθυρμα
το уст. небольшой научный трактат; эссе -
4 σκαλαθύρματα
σκαλάθυρμαtrifling subtlety: neut nom /voc /acc pl -
5 σκαρίφημα
σκαρίφημα, τό, = σκάριφος, bei Schol. Ar. Nub. 620 Erkl. von σκαλάϑυρμα.
-
6 σκαλαθυρμάτιον
σκαλαθυρμάτιον, τό, dim. von σκαλάϑυρμα, kleine spitzfindige Grübelei od. Posse, Ar. Nubb. 620, wo der Schol. auch eine Anspielung auf ἄϑυρμα darin findet.
-
7 σκαλαθυρμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλαθυρμάτιον
См. также в других словарях:
σκαλάθυρμα — το, ΝΑ [σκαλαθύρω] νεοελλ. μικρή επιστημονική πραγματεία ή πρόχειρο λογοτεχνικό έργο αρχ. σοφιστική λεπτολογία και, γενικά, παίγνιο, φλυαρία … Dictionary of Greek
σκαλαθύρματα — σκαλάθυρμα trifling subtlety neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλαθυρμάτιον — τὸ, Α [σκαλάθυρμα, ύρματος] (με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία … Dictionary of Greek
σκαρίφημα — το, ΝΜΑ [σκαριφῶμαι] νεοελλ. 1. ελαφρό και πρόχειρο ιχνογράφημα, σχέδιο, σκίτσο 2. παλαιότερη ονομασία τού χρονογραφήματος, αλλ. σκαλάθυρμα μσν. αρχ. ξύσιμο, σκαριφησμός* … Dictionary of Greek