Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σκακιστικός

См. также в других словарях:

  • σκακιστικός — ή, ό, Ν [σκακιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκάκι ή στον σκακιστή («σκακιστικοί αγώνες») …   Dictionary of Greek

  • πατ — το άκλ. (σκακιστικός όρος) ισοπαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patta «εγκατάλειψη, απαλλαγή» (< λατ. pactum «συμφωνία, όρος, συνθήκη»)] …   Dictionary of Greek

  • ματ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. όχι γυαλιστερός: Φωτογραφία ματ. 2. σκακιστικός όρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»