-
1 шахматный
шахматный σκακιστικός· \шахматный турнир οι αγώνες του σκακιού; \шахматныйая доска η σκακιέρα; \шахматныйая партия μια παρτίδα σκάκι* * *ша́хматный турни́р — οι αγώνες του σκακιού
ша́хматная доска́ — η σκακιέρα
ша́хматная па́ртия — μια παρτίδα σκάκι
См. также в других словарях:
σκακιστικός — ή, ό, Ν [σκακιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκάκι ή στον σκακιστή («σκακιστικοί αγώνες») … Dictionary of Greek
πατ — το άκλ. (σκακιστικός όρος) ισοπαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patta «εγκατάλειψη, απαλλαγή» (< λατ. pactum «συμφωνία, όρος, συνθήκη»)] … Dictionary of Greek
ματ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. όχι γυαλιστερός: Φωτογραφία ματ. 2. σκακιστικός όρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)