-
1 σκαιώρημα
-
2 σκαιωρία
См. также в других словарях:
σκαιώρημα — mischievous device neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιώρημα — ήματος, τὸ, ΜΑ βλ. σκευώρημα … Dictionary of Greek
σκαιωρημάτων — σκαιώρημα mischievous device neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρήμασιν — σκαιώρημα mischievous device neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρήματος — σκαιώρημα mischievous device neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευώρημα — και σκαιώρημα, ατος, τὸ, ΜΑ [σκευωροῡμαι] πράξη δολερή και απατηλή, σκευωρία … Dictionary of Greek