-
1 σκαιότης
σκαιότηςawkwardness: fem nom sg -
2 σκαιότης
A ) awkwardness, ἀγνωμοσύνη καὶ ς. Hdt.7.9.β; αὐθαδία τοι σκαιότητ' ὀφλισκάνει S.Ant. 1028
; ἐν ἀμαθίᾳ καὶ ς. Pl.R. 411e; σ. πλουσία, opp. σοφὴ πενία, Critias 29 D.;σ. τῶν τρόπων D.6.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαιότης
-
3 σκαιοσύνη
σκαιότηςawkwardness: fem nom /voc sg (attic epic ionic)σκαιοσύνηfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 σκαιότητα
σκαιότηςawkwardness: fem acc sg -
5 σκαιότητας
σκαιότηςawkwardness: fem acc pl -
6 σκαιότητι
σκαιότηςawkwardness: fem dat sg -
7 σκαιότητος
σκαιότηςawkwardness: fem gen sg -
8 σκαιότητ'
σκαιότητα, σκαιότηςawkwardness: fem acc sgσκαιότητι, σκαιότηςawkwardness: fem dat sgσκαιότητε, σκαιότηςawkwardness: fem nom /voc /acc dual -
9 σκαιοσύναν
σκαιοσύνᾱν, σκαιότηςawkwardness: fem acc sg (doric aeolic)σκαιοσύνᾱν, σκαιοσύνηfem acc sg (doric aeolic) -
10 σκαιός 1
σκαιός 1.Grammatical information: adj.Meaning: `left, western' (rarely [esp. ep. poet.] Il.), `unfavourable, lefthanded, inapt' (IA.; Chantraine Μνήμης χάριν 1, 61 f.).Derivatives: σκαι-ουργέω `to do wrong' (Ar.), σκαιό-της f. `improper behaviour, inapt' (IA.), - σύνα f. `id.' (S. in lyr.; Wyss - σύνη 40).Origin: IE [Indo-European]X [probably] [not in Pok], XX [unknown]Etymology: Old word, identical with Lat. scaevus `link', σκαιότης = scaevitās (independently of each other built; diff. Porzig Satzinhalte 268). As the rhyming word λαιός (s. v. w. lit.) also σκαιός was replaced by the innovations ἀριστερός and εὑώνυμος (s. vv. w. lit.). Combinations to be rejected in W.-Hofmann s. scaevus (w. lit.); older lit. also in Bq.Page in Frisk: 2,714Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκαιός 1
См. также в других словарях:
σκαιότης — awkwardness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιοσύνη — σκαιότης awkwardness fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκαιοσύνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιότητα — σκαιότης awkwardness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιότητας — σκαιότης awkwardness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιότητι — σκαιότης awkwardness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιότητος — σκαιότης awkwardness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιότητ' — σκαιότητα , σκαιότης awkwardness fem acc sg σκαιότητι , σκαιότης awkwardness fem dat sg σκαιότητε , σκαιότης awkwardness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιότητα — η / σκαιότης, ητος, ΝΑ [σκαιός] η ιδιότητα τού σκαιού, τραχύτητα, βαναυσότητα (α. «τόν έδιωξε με σκαιότητα» β. «σκαιότης τρόπου», Αλκίφρ.) αρχ. αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, απαιδευσία, αμάθεια («πολέμους ἵστασθαι ὑπό τε ἀγνωμοσύνης καὶ… … Dictionary of Greek
σκαιοσύναν — σκαιοσύνᾱν , σκαιότης awkwardness fem acc sg (doric aeolic) σκαιοσύνᾱν , σκαιοσύνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)