Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκάπτειρα

См. также в других словарях:

  • σκάπτειρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάπτειρα — ἡ, Α βλ. σκαπτήρ …   Dictionary of Greek

  • σκάπτειραν — σκάπτειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαπτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα τήρ / τειρα (πρβλ. θρεπ τήρ / θρέπ τειρα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»