-
1 σκάπτειρα
-
2 σκαπτειρα
-
3 σκάπτειρα
σκάπτειραfem nom /voc sg -
4 σκάπτειρα
σκάπτειρα, ἡ, die Grabende -
5 σκάπτειρα
σκάπ-τειρα, ἡ, fem. ofAσκαπτήρ, σ. δίκελλα AP6.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκάπτειρα
-
6 σκάπτειραν
σκάπτειραfem acc sg
См. также в других словарях:
σκάπτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάπτειρα — ἡ, Α βλ. σκαπτήρ … Dictionary of Greek
σκάπτειραν — σκάπτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα τήρ / τειρα (πρβλ. θρεπ τήρ / θρέπ τειρα)] … Dictionary of Greek