Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σιωπώ

См. также в других словарях:

  • σιωπώ — σιωπῶ, άω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, άω, ΜΑ (αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω νεοελλ. δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε») αρχ. 1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι 2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (μτβ.) φυλάγω …   Dictionary of Greek

  • σιωπώ — σιωπώ, σιώπησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιωπώ — σιώπησα, δε μιλάω, σωπαίνω: Παλαιότερα θεωρούνταν αρετή για ένα νέο να σιωπά όταν μιλούσαν οι μεγαλύτεροί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιωπῶ — σιωπάω keep silence pres imperat mp 2nd sg σιωπάω keep silence pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σιωπάω keep silence pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σιωπάω keep silence pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) σιωπάω keep… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… …   Dictionary of Greek

  • σωπαίνω — ΝΜ σιωπώ, παύω να μιλώ (α. «να σωπάσω με προστάζει / με το δάκτυλο η θεά», Σολωμ. β. «καὶ λέγουσίν με, σώπασε, σαλέ, μὴ συντυχαίνεις», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. παραμένω σιωπηλός, δεν μιλώ 2. μτφ. δεν εμφανίζομαι στη δημοσιότητα 3. (μτβ.) επιβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • ANAXARCHUS — I. ANAXARCHUS Philosophus Abderita, sectator Democriti; habuit inimicum Nicocreontem Cypri tyrannum, cuius caput quia deesse convivio regali dixerat, interrogatus ab Alexandro M. apud quem summô locô erat, post huius mortem a tyranno comprehensus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • ακέω — (I) ἀκέω (Α) θεραπεύω, γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀκέομαι]. (II) ἀκέω (Α) σιωπώ αμάρτυρος τ. ενεστώτα από όπου το ἀκέων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλέπε ακή (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αποσιωπώ — (AM ἀποσιωπῶ, άω) παραλείπω κάτι, δεν το αναφέρω, αποκρύπτω αρχ. σταματώ να μιλώ, σιωπώ, τηρώ σιγή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»