Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σιτ-

См. также в других словарях:

  • σῖτ' — σῖτα , σῖτος grain neut nom/voc/acc pl σῖτε , σῖτος grain masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππωνώ — ἱππωνῶ, έω (Α) αγοράζω ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ωνῶ (< ώνης< ὠνοῡμαι), πρβλ. οπλ ωνώ, σιτ ωνώ] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλάρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 624 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στην πεδιάδα, στις πηγές του ποταμού Ερασινού, 19 χλμ. Δ της πόλης του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άργους …   Dictionary of Greek

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

  • κριθαία — κριθαία, ἡ (Α) σούπα από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. αία (πρβλ. αλμ αία, σιτ αία)] …   Dictionary of Greek

  • λαρδηγός — λαρδηγός, ὁ (Α) ο προμηθευτής αλατισμένου κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρδος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. σιτ ηγός, χορ ηγός. Το η τού τ. ερμηνεύεται από τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • λαρκαγωγός — λαρκαγωγός, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος (ὁ) «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σιτ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • μιξόλεθρος — μιξόλεθρος, ον (Μ) αυτός που μπορεί να οδηγήσει παράλληλα σε σωτηρία και καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ὄλεθρος (πρβλ. σιτ όλεθρος)] …   Dictionary of Greek

  • σιναπάλευρο — το, Ν σκόνη από απελαιωμένους τριμμένους σπόρους τού μαύρου σιναπιού που χρησιμοποιείται ως επισπαστικό φάρμακο με τη μορφή καταπλάσματος σε συνδυασμό με το άλευρο τού λιναριού, για την παρασκευή σιναπισμών, καθώς και τής επιτραπέζιας μουστάρδας …   Dictionary of Greek

  • φάγησις — ήσεως, ἡ, Α το να τρώει κανείς άπληστα, αδηφαγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ησις (πρβλ. σίτ ησις)] …   Dictionary of Greek

  • φαγήσια — τὰ, Α (ενν. ἱερά) γιορτή που συνοδευόταν από ευωχία, από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ήσια, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ήσιος (πρβλ. ἐτ ήσιος, ἡμερ ήσιος). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»