-
1 σιτ'
-
2 σῖτ'
-
3 σιταποδέκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιταποδέκτης
-
4 σιταποδοχεῖον
σῑτ-αποδοχεῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιταποδοχεῖον
-
5 σιταποχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιταποχία
-
6 σιτάριον
A a little corn or bread, a bit of corn or breadstuff: sg., PCair.Zen.160.10 (iii B.C.), Plu.2.1097d: pl., Philem.98.3, PTeb.750.16 (ii B.C.), Plb.16.24.5; bits of food, Hp.Epid.3.17.ά.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτάριον
-
7 σιτεία
σῑτ-εία, ἡ, -
8 σιτένδεια
σῑτ-ένδεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτένδεια
-
9 σιτεύσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτεύσιμος
-
10 σίτευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίτευσις
-
11 σιτευτάριος
σῑτ-ευτάριος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτευτάριος
-
12 σιτευτής
A one who feeds up cattle, etc., Plu.2.750c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτευτής
-
13 σιτευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτευτός
-
14 σιτευτώριος
σῑτ-ευτώριος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτευτώριος
-
15 σιτεύω
A feed, fatten, σιτεύεσκον κτήνεα ([dialect] Ion. [tense] impf.) Hdt.7.119, cf. PCair.Zen.375.2 (iii B.C.), Plu.2.661b:—[voice] Pass., Id.Luc.40, Sor.1.109, Gal.6.675, Philostr.VA 4.3 ( πιαίνω is [dialect] Att., Moer.p.332 P.).II [voice] Pass., feed on, eat, c. acc., Plb. 12.2.5 (v.l. σιτέομαι); cf. σιτέω. -
16 σιτευωνέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτευωνέω
-
17 σιτέω
σῑτ-έω, part. gen.Aσιτεόντων Hp.Nat. Hom.9
(v.l. σιτευμένων): [tense] aor. 1 part.σιτήσας Hsch.
:—elsewh. [full] σιτέομαι, [dialect] Ion. [tense] impf.σιτέσκοντο Od.24.209
: [tense] fut. , Pax 724, Arist.Mu. 400b19: [tense] aor.ἐσιτήθην IG5(1).51.1
([place name] Laconia); poet.σιτήθην Theoc.9.26
: ([etym.] σῖτος):—take food, eat, l.c., cf. Hdt.1.94, 133, Pl.Ap. 36d; (ii A.D.), etc.2 c. acc., feed on, eat, ἰχθῦς, καρποὺς σιτέεσθαι, Hdt.1.200, 202, cf. 71; ;ἀπομαγδαλιάς Ar.Eq. 414
; τὴν σοφίαν Id.Nu. l.c.;ὅπως, οἷς αὐτὸς σιτοῖτο σίτοις, τούτοις ὅμοια παρατίθοιτο αὐτ X.Cyr.8.2.3
; κρέας ς. Theoc. l.c. -
18 σιτηρός
A of corn, τὰ σ. γεύματα food made from corn, Hp. Acut.10; σ. μέτρα corn measures, Arist.EN 1135a2; μέδιμνος ς. IG22.1013.27; σιτηρά, ἡ, tax on corn, ib.1707.6, BGU1742.16, 1743.13 (i B.C.).II fit for food, eatable, Xenocr. ap. Orib.2.58.47.III καρπὸς ὁ ς. cereals, Thphr.Vent.13; so τὰ σ.,= τὰ σιτώδη, opp. ζῷα, λάχανα, Id.HP1.10.7, 8.2.3, Dsc.3 Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτηρός
-
19 σίτησις
A eating, feeding, ἐπὶ σιτήσι for home consumption, opp. πρῆσις, Hdt.4.17;σ. καὶ δίαιτα Pl.R. 404d
; σ. ἐν Πρυτανείῳ public maintenance in the Prytaneum, Ar.Ra. 764, cf. IG12.77, And.4.31, Pl.Ap. 37a, OGI49.12 (Ptolemais, iii B.C.): abs.,σίτησιν αἰτῆσαι Ar.Eq. 574
; γέρα.. δίδοται.. ς. Timocl.8.18: pl., D.20.107.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίτησις
-
20 σιτίζω
Aἐσίτισα X.Smp.4.9
:—[voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att. - ιοῦμαι ([etym.] ἐπι-) Pherecr.32.1; [dialect] Ion. - ιεῦμαι ([etym.] ἐπι-) Hdt.9.50: [tense] aor. ἐσιτισάμην ([etym.] ἐπ-) Th. 6.94, D.50.53: [tense] pf. σεσίτισμαι (v. infr.):— feed an infant, Hdt.6.52, Ar. Eq. 716, Mnesith. ap. Orib.inc.19.3;κύνας Isoc.1.29
; τοὺς ἀλεκτρυόνας σκόροδα ς. X.Smp.4.9:—[voice] Pass., to be fattened, PCair.Zen.464.4 (iii B.C.); = σιτέομαι, eat, c. acc.,πρῶκας σιτίζεται Theoc.4.16
, cf. Philostr.VA3.26: metaph., τὸν Ἰσαῖον ὅλον σεσίτισται (of Demosthenes), Pytheas ap.D.H.Is.4.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σῖτ' — σῖτα , σῖτος grain neut nom/voc/acc pl σῖτε , σῖτος grain masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππωνώ — ἱππωνῶ, έω (Α) αγοράζω ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ωνῶ (< ώνης< ὠνοῡμαι), πρβλ. οπλ ωνώ, σιτ ωνώ] … Dictionary of Greek
κεφαλάρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 624 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στην πεδιάδα, στις πηγές του ποταμού Ερασινού, 19 χλμ. Δ της πόλης του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άργους … Dictionary of Greek
κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… … Dictionary of Greek
κριθαία — κριθαία, ἡ (Α) σούπα από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. αία (πρβλ. αλμ αία, σιτ αία)] … Dictionary of Greek
λαρδηγός — λαρδηγός, ὁ (Α) ο προμηθευτής αλατισμένου κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρδος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. σιτ ηγός, χορ ηγός. Το η τού τ. ερμηνεύεται από τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
λαρκαγωγός — λαρκαγωγός, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος (ὁ) «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σιτ αγωγός] … Dictionary of Greek
μιξόλεθρος — μιξόλεθρος, ον (Μ) αυτός που μπορεί να οδηγήσει παράλληλα σε σωτηρία και καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ὄλεθρος (πρβλ. σιτ όλεθρος)] … Dictionary of Greek
σιναπάλευρο — το, Ν σκόνη από απελαιωμένους τριμμένους σπόρους τού μαύρου σιναπιού που χρησιμοποιείται ως επισπαστικό φάρμακο με τη μορφή καταπλάσματος σε συνδυασμό με το άλευρο τού λιναριού, για την παρασκευή σιναπισμών, καθώς και τής επιτραπέζιας μουστάρδας … Dictionary of Greek
φάγησις — ήσεως, ἡ, Α το να τρώει κανείς άπληστα, αδηφαγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ησις (πρβλ. σίτ ησις)] … Dictionary of Greek
φαγήσια — τὰ, Α (ενν. ἱερά) γιορτή που συνοδευόταν από ευωχία, από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ήσια, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ήσιος (πρβλ. ἐτ ήσιος, ἡμερ ήσιος). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ… … Dictionary of Greek