-
1 σιτωνης
-
2 σιτώνης
σῑτώνης, σιτώνηςpublic buyer of corn: masc nom sgσιτωνέωbuy corn: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 σιτώνης
A public buyer of corn, an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, IG22.792.11; at Samos, SIG976.45 (ii B.C.); in Laconia, IG5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, IGRom.4.1228.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτώνης
-
4 σῑτώνης
σῑτ-ώνης, ὁ, Getreidekäufer, Commissär zum Getreideaufkauf -
5 σιτώνα
σιτώνcornfield: masc acc sgσῑτῶνα, σιτώνηςpublic buyer of corn: masc voc sgσῑτῶνα, σιτώνηςpublic buyer of corn: masc nom sg (epic) -
6 σιτῶνα
σιτώνcornfield: masc acc sgσῑτῶνα, σιτώνηςpublic buyer of corn: masc voc sgσῑτῶνα, σιτώνηςpublic buyer of corn: masc nom sg (epic) -
7 σιτώνας
σῑτώνᾱς, σιτώνηςpublic buyer of corn: masc acc plσῑτώνᾱς, σιτώνηςpublic buyer of corn: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 sitona
-
9 σῑτ-ωνέω
-
10 σῑτ-ωνία
σῑτ-ωνία, ἡ, das Amt, Geschäft des σιτώνης, Getreideankauf, ὑπὲρ τοῠ δήμου, Dem. 34, 39. Auch das angekaufte Getreide, Inscr.
-
11 σιτώναι
-
12 σιτῶναι
-
13 σιτώνην
σῑτώνην, σιτώνηςpublic buyer of corn: masc acc sg (attic epic ionic) -
14 σιτώνου
σῑτώνου, σιτώνηςpublic buyer of corn: masc gen sg -
15 sitona
-
16 σιτωνία
σῑτ-ωνία, ἡ,A purchase of corn, D.34.39, IPE12.32A68 (Olbia, iii B.C.), PCair.Zen.326.33 (iii B.C.), Ph.2.64; office of σιτώνης, Cod.Just.1.4.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτωνία
-
17 σῑτωνέω
-
18 σῑτωνία
σῑτ-ωνία, ἡ, u. σῑτ-ώνησις, ἡ, das Amt, Geschäft des σιτώνης, Getreideankauf; das angekaufte Getreide -
19 איסתוננסין
איסתוננסיןY.Maas. Sh. V, 56b top תלת׳ א׳וכ׳, read תלתא סִיטֹונֵיסִין (pl. of σιτώνης) three corn-dealers upon whose estimates he redeemed the second tithes. -
20 סיטון
סִיטוֹןm. (σιτώνης) corn-merchant, in gen. wholesale provision dealer, contrad. to חנוני shop-keeper, and בעל הבית the producer. B. Bath. V, 10. Tosef.Dem.III, 13; a. fr.Pl. סִיטוֹנוֹת. Dem. II, 4 הס׳ ומוכריוכ׳ the wholesale provision merchants and the corn dealers. Kel. XII, 1; a. e.(Midr. Till. to Ps. 23 הסיטון, v. אַמְיַינְטֹון.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σιτώνης — σῑτώνης , σιτώνης public buyer of corn masc nom sg σιτωνέω buy corn imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτώνης — ὁ, Α 1. αυτός που αγοράζει σιτάρι 2. ονομασία δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, τού οποίου έργο ήταν η αγορά ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό τού δημοσίου καθώς και η μεταπώλησή τους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει επάρκεια και να… … Dictionary of Greek
σιτωνώ — έω, Α [σιτώνης] αγοράζω σίτο, είμαι σιτώνης* … Dictionary of Greek
σιτῶνα — σιτών cornfield masc acc sg σῑτῶνα , σιτώνης public buyer of corn masc voc sg σῑτῶνα , σιτώνης public buyer of corn masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτώνας — σῑτώνᾱς , σιτώνης public buyer of corn masc acc pl σῑτώνᾱς , σιτώνης public buyer of corn masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SITARCHA — Graece Σιτάρχης, frumenti Praefectus, cuiusmodi officio Iosephus Patriarcha in Aegypto defunctus est, ut in Sacris legimus. Unde ςθιταρχία ipsum munus: inde horreum, ac apotheca ad condendum omne annonae genus, apud Chrysologum Serm. 8. Aliud… … Hofmann J. Lexicon universale
δεκατώνης — δεκατώνης, ο (Α) ο ενοικιαστής τού φόρου τής δεκάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. ισχαδώνης, σιτώνης)] … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιταγέρτης — ὁ, Α αυτός που συγκεντρώνει σιτάρι για το δημόσιο, ο σιτώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + αγέρτης (< ἀγείρω)] … Dictionary of Greek
σιτωνία — ἡ, ΜΑ [σιτώνης] 1. η αγορά σίτου 2. το αξίωμα τού σιτώνου αρχ. χορήγηση σιταριού για την παρασκευή ψωμιού … Dictionary of Greek
σιτωνικός — ή, όν, ΜΑ [σιτώνης] 1. αυτός που προορίζεται για την αγορά σίτου, για τη σιτωνία* («σιτωνικὰ χρήματα», επιγρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά σιτωνικά χρήματα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την αγορά σίτου («γραμματεύων τῶι ταμίαι τῶν… … Dictionary of Greek