Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σιτομέτρης

См. также в других словарях:

  • σιτομέτρης — σῑτομέτρης , σιτομέτρης one who measures and deals out corn masc nom sg (epic ionic) σιτομετρέω deal out portions of corn imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτομέτρης — ὁ, Α 1. αυτός που μετρούσε και μοίραζε τις μερίδες ψωμιού και άλλων τροφίμων 2. ο αρμόδιος να ελέγχει την ακρίβεια τών μέτρων τών σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + μέτρης (< μέτρον)] …   Dictionary of Greek

  • σιτομετρώ — έω, Α [σιτομέτρης] 1. μετρώ και διανέμω μερίδες σιταριού, ψωμιού ή άλλων τροφίμων 2. προμηθεύω τρόφιμα στον στρατό 3. είμαι σιτομέτρης σε δημόσια αποθήκη …   Dictionary of Greek

  • σιτομέτραι — σῑτομέτραι , σιτομέτρης one who measures and deals out corn masc nom/voc pl σῑτομέτρᾱͅ , σιτομέτρης one who measures and deals out corn masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτομέτρας — σῑτομέτρᾱς , σιτομέτρης one who measures and deals out corn masc acc pl σῑτομέτρᾱς , σιτομέτρης one who measures and deals out corn masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Житомир — название города, др. русск. Житомель, Житомль, прилаг. на i̯о от Житомъ, уменьш. от собств. Житомѣръ (от жито); ср. цслав. житомѣрьникъ σιτομέτρης; см. Гинкен, ЖСт., 1863, вып. 4, стр. 446. •• [Ср. польск. Żytomierz Житомир . – Т.] …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • пшеницодавец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}   (σιτοδότης, σιτομέτρης) раздающий пшеницу… …   Словарь церковнославянского языка

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • σιτομέτριον — και σιτόμετρον, τὸ, Α [σιτομέτρης / ία] η σιτομετρία …   Dictionary of Greek

  • σιτομετρία — ἡ, Α [σιτομέτρης] η μέτρηση και κατανομή σιταριού, ψωμιού και άλλων τροφίμων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»