-
1 σιτομετρης
- ου ὅ ситометр (должностное лицо по наблюдению за правильностью продовольственных мер и пайков) Arst. -
2 σιτομέτρης
σῑτομέτρης, σιτομέτρηςone who measures and deals out corn: masc nom sg (epic ionic)σιτομετρέωdeal out portions of corn: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 σιτομέτρης
A one who measures and deals out corn or provisions, PTeb.701.296 (iii B.C.), Sammelb. 4623 (ii/i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτομέτρης
-
4 σῑτομέτρης
σῑτο-μέτρης, ὁ, (1) der Getreide, übh. Lebensmittel zumißt, austeilt, Proviantmeister; (2) eine Obrigkeit, die auf Richtigkeit der Getreidemaße zu sehen hat -
5 σιτομέτραι
σῑτομέτραι, σιτομέτρηςone who measures and deals out corn: masc nom /voc plσῑτομέτρᾱͅ, σιτομέτρηςone who measures and deals out corn: masc dat sg (attic doric aeolic) -
6 σιτομέτρας
σῑτομέτρᾱς, σιτομέτρηςone who measures and deals out corn: masc acc plσῑτομέτρᾱς, σιτομέτρηςone who measures and deals out corn: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
7 σιτο-μετρέω
σιτο-μετρέω, 1) ein σιτομέτρης sein, sein Amt. Geschäft versehen. – 2) Getreide, übh. Lebensmittel nach bestimmtem Maaße austheilen, τὴν δύναμιν, für das Heer, das Heer mit Getreide versorgen, Pol. 4, 63, 10. 5, 2, 11, oft auch pass., οἱ στρατιῶται σιτομετροῠνται, die Soldaten empfangen. nach bestimmtem Maaße Proviant und Kost.
-
8 σῑτο-μετρία
σῑτο-μετρία, ἡ, das Amt, Geschäft des σιτομέτρης, das Zumessen und Vertheilen des Getreides, Plut. Cat. mai. 8; auch das Zugemessene selbst, Proviant, wie das Folgde, D. Sic. 2, 41. 13, 88.
-
9 σιτομετρών
σῑτομετρῶν, σιτομέτρηςone who measures and deals out corn: masc gen plσιτομετρέωdeal out portions of corn: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
10 σιτομετρῶν
σῑτομετρῶν, σιτομέτρηςone who measures and deals out corn: masc gen plσιτομετρέωdeal out portions of corn: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
11 σιτομετρέω
A deal out portions of corn or provisions, Plb.Fr.75; τινι D.S.13.58: c. acc. cogn.,σ. σῖτον LXX Ge.47.12
; hold office of σιτομέτρης, IGRom.3.516 ([place name] Cadyanda).2 trans., σ. δύναμιν supply a force with provisions, victual it, Plb.4.63.10, etc.;τὸν δῆμον IG12
(7).389.15 (Aegiale, ii B.C.):—[voice] Pass., οἱ πεζοὶ σιτομετροῦνταί τι they have it served out as rations, Plb.6.39.13, cf. IGRom.3.679 ([place name] Tlos).— Phryn.360, Thom.Mag.p.335 R., object to the word, preferring σῖτον μετροῦμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτομετρέω
-
12 σιτόμετρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτόμετρος
-
13 σιτομετρέω
σιτο-μετρέω, (1) ein σιτομέτρης sein, sein Amt, Geschäft versehen; (2) Getreide, übh. Lebensmittel nach bestimmtem Maße austeilen; τὴν δύναμιν, für das Heer, das Heer mit Getreide versorgen; pass., οἱ στρατιῶται σιτομετροῠνται, die Soldaten empfangen. nach bestimmtem Maße Proviant und Kost -
14 σῑτομετρία
σῑτο-μετρία, ἡ, das Amt, Geschäft des σιτομέτρης, das Zumessen und Verteilen des Getreides; auch das Zugemessene selbst, Proviant
См. также в других словарях:
σιτομέτρης — σῑτομέτρης , σιτομέτρης one who measures and deals out corn masc nom sg (epic ionic) σιτομετρέω deal out portions of corn imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτομέτρης — ὁ, Α 1. αυτός που μετρούσε και μοίραζε τις μερίδες ψωμιού και άλλων τροφίμων 2. ο αρμόδιος να ελέγχει την ακρίβεια τών μέτρων τών σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + μέτρης (< μέτρον)] … Dictionary of Greek
σιτομετρώ — έω, Α [σιτομέτρης] 1. μετρώ και διανέμω μερίδες σιταριού, ψωμιού ή άλλων τροφίμων 2. προμηθεύω τρόφιμα στον στρατό 3. είμαι σιτομέτρης σε δημόσια αποθήκη … Dictionary of Greek
σιτομέτραι — σῑτομέτραι , σιτομέτρης one who measures and deals out corn masc nom/voc pl σῑτομέτρᾱͅ , σιτομέτρης one who measures and deals out corn masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτομέτρας — σῑτομέτρᾱς , σιτομέτρης one who measures and deals out corn masc acc pl σῑτομέτρᾱς , σιτομέτρης one who measures and deals out corn masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Житомир — название города, др. русск. Житомель, Житомль, прилаг. на i̯о от Житомъ, уменьш. от собств. Житомѣръ (от жито); ср. цслав. житомѣрьникъ σιτομέτρης; см. Гинкен, ЖСт., 1863, вып. 4, стр. 446. •• [Ср. польск. Żytomierz Житомир . – Т.] … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
пшеницодавец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (σιτοδότης, σιτομέτρης) раздающий пшеницу… … Словарь церковнославянского языка
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτομέτριον — και σιτόμετρον, τὸ, Α [σιτομέτρης / ία] η σιτομετρία … Dictionary of Greek
σιτομετρία — ἡ, Α [σιτομέτρης] η μέτρηση και κατανομή σιταριού, ψωμιού και άλλων τροφίμων … Dictionary of Greek