Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σιτοδόκος

См. также в других словарях:

  • σιτοδόκος — ον, ΜΑ, και σιτοδόχος, Μ 1. αυτός στον οποίο τοποθετείται σιτάρι («πήραν μέτρου σιτοδόκον», Ανθ. Παλ.) 2. αυτός που δέχεται την τροφή («σιτοδόχος γαστήρ», Παύλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δόκος / δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος: ξενο… …   Dictionary of Greek

  • σιτοδόκον — σῑτοδόκον , σιτοδόκος receptive of corn masc/fem acc sg σῑτοδόκον , σιτοδόκος receptive of corn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • σιτοδόχος — ον, Μ βλ. σιτοδόκος …   Dictionary of Greek

  • σιτοδόκου — σῑτοδόκου , σιτοδόκος receptive of corn masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτοδόκῳ — σῑτοδόκῳ , σιτοδόκος receptive of corn masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»