Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σιτηρέσιο(ν)

  • 1 σιτηρέσιο(ν)

    το воен, дневной рацион; суточный паёк;

    σιτηρέσιο(ν) ανάγκης — неприкосновенный запас

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σιτηρέσιο(ν)

  • 2 σιτηρέσιο(ν)

    το воен, дневной рацион; суточный паёк;

    σιτηρέσιο(ν) ανάγκης — неприкосновенный запас

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σιτηρέσιο(ν)

  • 3 σιτηρέσιο

    ration

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σιτηρέσιο

  • 4 istihkak

    σιτηρέσιο, εφόδιο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > istihkak

  • 5 паёк

    пайка α. μερίδα τροφής, το σιτηρέσιο•

    красноармейский паёк το σιτηρέσιο του Κόκκινου στρατού•

    фронтовой паёк το σιτηρέσιο του μετώπου.

    Большой русско-греческий словарь > паёк

  • 6 паёк

    η μερίδα (φαγητού), (воен.) το σι-τηρέσιο
    сухой - η ξηρά τροφή, το σιτηρέσιο εκστρατείας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паёк

  • 7 рацион

    η μερίδα, (паек) το σιτηρέσιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рацион

  • 8 голодный

    голод||ный
    прил
    1. νηστικός, πεινασμένος:
    быть \голодныйным εἶμαι νηστικός, εἶμαι πεινασμένος·
    2. (неурожайный, скудный) ἀφορος, ἄγονος:
    \голодный край ἡ ἄγονη περιοχή· \голодный годто ἀφορο ἐτος· \голодный паек τό σιτηρέσιο πείνας·
    3. (вызванный голодом):
    \голодныйная смерть ὁ θάνατος ἀπ' τήν πείνα, ἡ λιμοκτονία.

    Русско-новогреческий словарь > голодный

  • 9 норма

    норм||а
    ж
    1. ἡ νόρμα, τό брю:
    \норма Βώ-работки ἡ νόρμα ἀπόδοσης στή δουλειά, τό δριο ἀπόδοσης στή δουλειά· техническая \норма ἡ τεχνική νόρμα· сверх \нормаы πάνω ἀπό τή νόρμα· \норма прибавочной стоимости эк. τό ποσοστό τής ὑπεραξίας' \норма довольствия воен. τό σιτηρέσιο[ν]·
    2. (закономерность) ὁ κανόνας, ὁ κανών:
    \нормаы литературного языка οἱ κανόνες τής φιλολογικής γλώσσας· \нормаы поведения οἱ κανόνες συμπεριφοράς.

    Русско-новогреческий словарь > норма

  • 10 паек

    паек
    м ἡ τροφή, τό συσσίτιο[ν]:
    дневной \паек τό σιτηρέσιο[ν]· выдавить \паек χορηγώ τροφή.

    Русско-новогреческий словарь > паек

  • 11 rations

    noun plural (the amount of food allowed to a soldier etc.) σιτηρέσιο

    English-Greek dictionary > rations

  • 12 рацион

    α.
    μερίδα τροφής• σιτηρέσιο•

    рацион два -а διπλή μερίδα.

    || η νομή.

    Большой русско-греческий словарь > рацион

  • 13 сухой

    επ., βρ: сух, -а, -о; суше.
    1. ξηρός• στεγνός•

    -йе дрова ξηρά καυσόξυλα-сухойое сено ξηρό χόρτο•

    сухой порох στεγνή μπαρούτη•

    сухой хлеб ξηρό ψωμί•

    -йе глаза άκλαυτα μάτια•

    ветер ξηρός άνεμος (χωρίς υγρασία)•

    -ое лето ξηρό (άνυδρο) καλοκαίρι•

    -ое дерево ξηρό δέντρο (ξέρακας)•

    сухой кашель ξερόβηχας•

    плеврит ξηρή πλευρίτιδα•

    -йе волосы στεγνά μαλλιά.

    2. ξηραμένος• στεγνωμένος• διατηρημένος•

    -ая малина ξηραμένα σμέουρα•

    -йе фрукты ξηραμένα φρούτα•

    -ие овощи ξηραμένα λαχανικά•

    -ое молоко γαλακτόσκονη.

    3. αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός•

    сухие ноги τα κανιά•

    -ая рука ξερακιανό χέρι.

    4. μτφ. αδιάφορος, άχαρος, απροσήγορος• τυπικός.
    5. μτφ. άτονος, χωρίς ζωντάνια.
    6. (αθλτ., παιγν.) νικώ κατά κράτος, χωρίς μα πάρει ούτε ένα πόντο•

    сделать -уго кому-Η, βγάζω κάποιον παρθένα (κατανικώ).

    εκφρ.
    - ое вино – γνήσιο και μη γλυκό κρασί•
    сухой лд – ξηρός πάγος•
    - ая гроза – μπουμπουνητό χωρίς βροχή•
    сухой пак – ξηρό σιτηρέσιο, ξηρή τροφή•
    - им путм – δια ξηράς (μετάβαση).

    Большой русско-греческий словарь > сухой

  • 14 ration

    1) κατανέμω
    2) μερίδα
    3) σιτηρέσιο

    English-Greek new dictionary > ration

См. также в других словарях:

  • σιτηρέσιο — το τροφή που δίνεται κάθε μέρα στους στρατιώτες: Τον τελευταίο καιρό βελτιώθηκε το σιτηρέσιο των στρατιωτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιτηρέσιο — το / σιτηρέσιον, ΝΜΑ νεοελλ. η ποσότητα τροφής που παρέχεται σε στρατιώτη για μια μέρα μσν. ετήσια παροχή, δωρεά προς την Εκκλησία για την επιτέλεση τού φιλανθρωπικού της έργου μσν. αρχ. 1. ο μισθός ή το επίδομα που δίνεται σε κάποιον, κυρίως σε… …   Dictionary of Greek

  • αννώνα — (AM ἀννώνα κ. ἀννώνη κ. ἀννόνα) μσν. νεοελλ. προμήθειες, σοδειά «έχει την αννώνα του» (Χαλκιδική, Άθως) έχει προμήθειες τροφίμων, κυρίως σταριού, για να περάσει τη χρονιά του (αρχ. μσν.) σιτηρέσιο, ετήσιο βοήθημα που δινόταν από τον αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • αρμαλιά — ἁρμαλιά, η (Α) 1. ορισμένη ποσότητα τροφής που δίνεται στους δούλους ή στα ζώα, το σιτηρέσιο 2. οι προμήθειες του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με το άρμα (Ι) «τροφή», λόγω της σημασιολογικής συνάφειας των… …   Dictionary of Greek

  • διάμετρον — διάμετρον, το (Α) [μέτρον] η καθορισμένη επιχορήγηση και κυρίως το σιτηρέσιο τού στρατιώτη …   Dictionary of Greek

  • διαμετρώ — και διαμετράω (Α διαμετρῶ, έω) [μετρώ] 1. μετρώ κάτι από το ένα μέχρι το άλλο άκρο του 2. βρίσκω την τιμή τής διαμέτρου 3. υπολογίζω, κρίνω 4. ελέγχω με διαμετρητήρα αρχ. 1. διαμοιράζω 2. χορηγώ σιτηρέσιο 3. αστρον. βρίσκομαι στο αντίθετο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • καλάμιον — καλάμιον, τὸ (Α) [κάλαμος] 1. (υποκορ. τού κάλαμος) μικρό καλάμι, καλαμάκι 2. εργαλείο για τη διακόσμηση τών μαλλιών 3. το πρόσθιο οστό τής κνήμης, αλλ. αντικνήμιον, αντικνήμι 4. σχίζα, απόσχισμα ξύλου, αγκίδα 5. (στο Βυζάντιο, κατά τον 4ο αιώνα) …   Dictionary of Greek

  • καλαμηφορώ — καλαμηφορῶ, έω (AM) [καλαμηφόρος] κρατώ καλάμιον ως σύμβολο για να πάρω με αυτό σιτηρέσιο …   Dictionary of Greek

  • μέτρημα — το (Α μέτρημα) [μετρώ] η πράξη τού μετρώ, μέτρηση, καταμέτρηση («τέλειωσα το μέτρημα τών φύλλων τού ντοσιέ») νεοελλ. 1. περιουσία ή προίκα σε μετρητά («πήρε πολύ μέτρημα») 2. υπολογισμός, σχέδιο 3. λογαριασμός αρχ. 1. δόση, μερίδα 2. σιτηρέσιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»