-
1 σιταποχία
σιταποχίᾱ, σιταποχίαabstinence from food: fem nom /voc /acc dualσιταποχίᾱ, σιταποχίαabstinence from food: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 σιταποχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιταποχία
-
3 βουβίλιξ
βου-βίλιξ· σιταποχία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουβίλιξ
См. также в других словарях:
σιταποχία — σιταποχίᾱ , σιταποχία abstinence from food fem nom/voc/acc dual σιταποχίᾱ , σιταποχία abstinence from food fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταποχία — ἡ, Α αποχή από τη σίτιση, νηστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀποχή (< ἀπέχω) κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek