-
1 σιταγωγος
-
2 σιταγωγός
σῑταγωγός, σιταγωγόςconveying corn: masc /fem nom sg -
3 σιταγωγός
ός, ό[ν] предназначенный для перевозки зерна;σιταγωγό πλοίο — сухогрузное судно (для перевозки зерна)
-
4 σιταγωγός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιταγωγός
-
5 σῑταγωγός
σῑτ-αγωγός, Getreide führend, herbeiführend; σ. πλοῖα, Proviantschiffe -
6 σιταγωγόν
σῑταγωγόν, σιταγωγόςconveying corn: masc /fem acc sgσῑταγωγόν, σιταγωγόςconveying corn: neut nom /voc /acc sg -
7 σῑτ-ηγός
-
8 σιταγωγοίς
σῑταγωγοῖς, σιταγωγέωconvey corn: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)σῑταγωγοῖς, σιταγωγόςconveying corn: masc /fem /neut dat pl -
9 σιταγωγοῖς
σῑταγωγοῖς, σιταγωγέωconvey corn: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)σῑταγωγοῖς, σιταγωγόςconveying corn: masc /fem /neut dat pl -
10 σιταγωγοίσι
σῑταγωγοῖσι, σιταγωγέωconvey corn: pres part act masc /neut dat pl (doric)σῑταγωγοῖσι, σιταγωγόςconveying corn: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
11 σιταγωγοῖσι
σῑταγωγοῖσι, σιταγωγέωconvey corn: pres part act masc /neut dat pl (doric)σῑταγωγοῖσι, σιταγωγόςconveying corn: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
12 σιταγωγοί
σῑταγωγοί, σιταγωγόςconveying corn: masc /fem nom /voc pl -
13 σιταγωγούς
σῑταγωγούς, σιταγωγόςconveying corn: masc /fem acc pl -
14 σιταγωγών
σῑταγωγῶν, σιταγωγέωconvey corn: pres part act masc nom sg (attic epic doric)σῑταγωγῶν, σιταγωγόςconveying corn: masc /fem /neut gen pl -
15 σιταγωγῶν
σῑταγωγῶν, σιταγωγέωconvey corn: pres part act masc nom sg (attic epic doric)σῑταγωγῶν, σιταγωγόςconveying corn: masc /fem /neut gen pl -
16 σιταγωγά
σῑταγωγά, σιταγωγόςconveying corn: neut nom /voc /acc pl -
17 σιτηγός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτηγός
-
18 Store ship
subs.P. σιταγωγὸς ναῦς, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Store ship
-
19 Transport
v. trans.Carry across: P. διαβιβάζειν, P. and V. πορθμεύειν.met., doelight: P. and V. τέρπειν, εὐφραίνειν.Be transported ( by feelings): P. and V. ἐκφέρεσθαι, ἐκπλήσσεσθαι, P. ἐξάγεσθαι, V. φέρεσθαι (Eur., H. F. 1246), πεπλῆχθαι (perf. pass. of πλήσσειν), πληγῆναι ( 2nd aor. pass. of πλήσσειν).——————subs.Conveyance: P. and V. ἀγωγή, ἡ, P. κομιδή, ἡ, διακομιδή, ἡ.Troopship: P. στρατιῶτις, ἡ.Corn transport: P. ναῦς σιτηγός, ἡ, ναῦς σιταγωγός, ἡ.Hoplite transport: P. ναῦς ὁπλιταγωγός, ἡ.Possession ( by a god): P. ἐνθουσιασμός, ὁ, κατοκωχή, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Transport
См. также в других словарях:
σιταγωγός — ό / σιταγωγός, όν, ΝΜΑ (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει σιτάρι αρχ. αυτός που μεταφέρει τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λαφυρ αγωγός] … Dictionary of Greek
σιταγωγός — σῑταγωγός , σιταγωγός conveying corn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταγωγόν — σῑταγωγόν , σιταγωγός conveying corn masc/fem acc sg σῑταγωγόν , σιταγωγός conveying corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιταγωγία — η, ΝΑ [σιταγωγός] μεταφορά σίτου … Dictionary of Greek
σιταγωγώ — έω, ΜΑ [σιταγωγός] μεταφέρω σιτάρι … Dictionary of Greek
σιτηγός — όν, Α (για πλοίο) σιταγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
σιταγωγοῖς — σῑταγωγοῖς , σιταγωγέω convey corn pres opt act 2nd sg (attic epic doric) σῑταγωγοῖς , σιταγωγός conveying corn masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταγωγοῖσι — σῑταγωγοῖσι , σιταγωγέω convey corn pres part act masc/neut dat pl (doric) σῑταγωγοῖσι , σιταγωγός conveying corn masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταγωγοί — σῑταγωγοί , σιταγωγός conveying corn masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταγωγούς — σῑταγωγούς , σιταγωγός conveying corn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)