-
1 σισυρίνιον
σισυρίνιον, τό, spätere Form statt σισύρα, Schol. Theocr. 5, 15.
См. также в других словарях:
σισυρίνιον — τὸ, Α βλ. σισύρνιον … Dictionary of Greek
σισύρνιον — και σισυρίνιον, τὸ, Α [σίσυρνα] μικρή σίσυρνα*, μικρή κάπα ή μικρή γούνα … Dictionary of Greek