Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σισμός

См. также в других словарях:

  • σισμός — hissing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σισμός — ὁ, Α [σίζω] σίξις*, συριστικός ήχος …   Dictionary of Greek

  • σισμοί — σισμός hissing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σισμέ — σισμός hissing masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σισιλισμός — και σισιλιγμός, ὁ, ΜΑ [σίζω] ο σισμός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»