-
1 σισμός
-
2 σισμός
σισμός, ὁ, das Zischen -
3 σιγμός
См. также в других словарях:
σισμός — hissing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισμός — ὁ, Α [σίζω] σίξις*, συριστικός ήχος … Dictionary of Greek
σισμοί — σισμός hissing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισμέ — σισμός hissing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισιλισμός — και σισιλιγμός, ὁ, ΜΑ [σίζω] ο σισμός* … Dictionary of Greek