-
1 Σινώπη
A an inhabitant thereof, Simon.118, X.An.5.3.2, etc.; [full] Σινωπίτης [pron. full] [πῑ], D.P.255; [full] Σινωπίς or [full] Σινωπῖτις, ἡ, the country, Str.12.3.40, 12.3.12; but Σινωπίς, a compound medicine in Heras ap.Gal.13.785:—Adj. [full] Σινωπικός, ή, όν, St.Byz.II [full] Σινωπική (sc. μίλτος), ἡ, a red earth found in Cappadocia, imported into Greece from Sinope, Thphr.Lap.52, Dsc.5.96, Str.12.2.10, etc.:—also [full] Σινωπίς, Aret.CA1.8; [full] Σινωπῖτις, PSI10.1180.55 (ii A.D., σινοπ-); also [full] σινωπίδιον, τό, Tz.H.13.44; cf. σιναπίδιον.
См. также в других словарях:
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek