Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σιναπισμός

См. также в других словарях:

  • σιναπισμός — σιναπισμός, ο και σινάπισμα, το, ατος κατάπλασμα από σκόνη σιναπιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιναπισμός — use of a mustard blister masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμός — ο, ΝΜΑ [σιναπίζω] η χρησιμοποίηση εμπλάστρου με σινάπι νεοελλ. 1. ιατρ. εφαρμογή σιναπαλεύρου υπό μορφή καταπλάσματος ή ποδόλουτρου για πρόκληση υπεραιμίας και θεραπευτικής επίδρασης μέσω τής επίσπασης 2. (φαρμ.) επισπαστικό παρασκεύασμα τού… …   Dictionary of Greek

  • σιναπισμοῖς — σιναπισμός use of a mustard blister masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμοί — σιναπισμός use of a mustard blister masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμοῦ — σιναπισμός use of a mustard blister masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμούς — σιναπισμός use of a mustard blister masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμῶν — σιναπισμός use of a mustard blister masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμῷ — σιναπισμός use of a mustard blister masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμόν — σιναπισμός use of a mustard blister masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • sinapismo — (Del lat. sinapismus < gr. sinapismos.) ► sustantivo masculino 1 FARMACIA Cataplasma o emplasto hecho con polvo de la semilla de la mostaza negra. 2 coloquial Carácter de la persona o cosa que molesta o exaspera. * * * sinapismo (del lat.… …   Enciclopedia Universal

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»