Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σιμώνω

  • 1 σιμώνω

    1. μετ. приближать; придвигать;
    2. αμετ. приближаться; придвигаться; подходить

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σιμώνω

  • 2 σιμώνω

    [симоно] р. (αμτβ.) приближаться, придвигаться,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιμώνω

  • 3 σιμώνω

    [симоно] ρ (αμτβ) приближаться, придвигаться.

    Эллино-русский словарь > σιμώνω

  • 4 приблизиться

    приблизиться πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω
    * * *
    πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω

    Русско-греческий словарь > приблизиться

  • 5 подступить

    -уплю, -упишь
    ρ.σ.
    1. πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω, κοντεύω•

    враг -ил к стенам города ο εχθρός πλησίασε τα τείχη της πόλης•

    -ла осень πλησίασε το Φθινόπωρο.

    2. εμφανίζομαι, φτάνω, έρχομαι εισχωρώ•

    слёзы -ли к её глазам δάκρυα της ήρθαν στα μάτια•

    боль -ла под самое сердце ο πόνος έφτασε ως την καρδιά.

    πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω.

    Большой русско-греческий словарь > подступить

  • 6 приблизить

    -ижу, -йзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приближенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω•

    приблизить книгу к глазам πλησιάζω το βιβλίο στα μάτια.

    2. (για χρ. διάστημα) συντομεύω.
    3. παίρνω κοντά μου, προσλαμβάνω προσδέχομαι. || (πα.λ.) συγκατα-ταλέγω στους προσκείμενους, πλησιάζω.
    έρχομαι πλησίον, πλησιάζω, προσεγγίζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    время -лось σίμωσε ο καιρός, -лась зима ζύγωσε ο χειμώνας•

    дело -лось к концу η υπόθεση παίρνει τέλος.

    || κοντεύω, εγγίζω τα όρια.

    Большой русско-греческий словарь > приблизить

  • 7 сблизить

    сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•

    сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•

    сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•

    сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.

    || συνδέω• συνδυάζω•

    сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•

    сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    || συνδέω, ενώνω•

    одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.

    2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•

    сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•

    сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.

    1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.
    2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω

    Большой русско-греческий словарь > сблизить

  • 8 сдвинуть

    ρ.σ.μ. μετατοπίζω, μετακινώ κατά τ ι,• сдвинуть с места μετακινώ από τη θέση•

    сдвинуть стол μετακινώ λίγο το τραπέζι.

    || πλησιάζω, προσεγγίζω, σιμώνω•

    сдвинуть брови συνοφρυώνομαι.

    μετατοπίζομαι, μετακινούμαι κατά τι. || πλησιάζω, προσεγγίζω, σιμώνω.

    Большой русско-греческий словарь > сдвинуть

  • 9 подходить

    1. (приближаться к кому-, чему-л.) πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω 2. (оказываться в непосредственной близости с кем-, чем-л.) πλησιάζω, κοντεύω, φτάνω 3. (делая что-л., получать возможность приступать к чему-л. другому) πλησιάζω, φτάνω, προσεγγίζω 4. (быть годным, удобным, приемлемым для чего-л., соответствующим чему-л.) ταιριάζω, πηγαίνω, είμαι κατάλληλος 5. (ο тесте) φουσκώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подходить

  • 10 приближаться

    1. мат. προσεγγίζω 2. (перемещаться на более близкое расстояние) πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приближаться

  • 11 близиться

    близиться
    несов σιμώνω, πλησιάζω, προσεγγίζω.

    Русско-новогреческий словарь > близиться

  • 12 близиться

    -ится, ρ.δ.
    πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω, κοντεύω•

    -ится зима σιμώνει ο χειμώνας•

    -ится дождь έρχεται η βροχή.

    Большой русско-греческий словарь > близиться

  • 13 грясти

    гряну, градешь, παρλθ. χρ. δεν έχει• μτχ. ενεστ. грядущий, ρ.δ. (παλ. κ. γραπ. λόγος) επέρχομαι, πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω•

    -дет новое время πλησιάζει νέος καιρός.

    Большой русско-греческий словарь > грясти

  • 14 подвести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.
    2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).
    μτφ. βάζω, υποτάσσω.
    3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.
    4. κάνω, εκτελώ•

    подвести счёт κάνω λογαριασμό.

    5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,
    6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.
    εκφρ.
    подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•
    живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).
    -йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвести

  • 15 подойти

    -йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.
    1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    -дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•

    -шёл поезд πλησίασε το τρένο•

    подойти опять ξαναπλησιάζω.

    2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•

    дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•

    катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•

    подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•

    моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).

    3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•

    подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•

    критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•

    всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.

    4. ταιριαζω, πηγαίνω•

    этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•

    цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.

    5. φουσκώνω•

    тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.

    6. χωρώ•

    корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.

    || συμφέρω•

    такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.

    || εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•

    запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.

    εκφρ.
    подойти к концу – φτάνω στο τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > подойти

  • 16 приспеть

    ρ.σ.
    1. (απλ.) έρχομαι, φτάνω•

    помощь -еет θα έρθει η βοήθεια.

    2. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω, φτάνω•

    но погоди: приспеют годы όμως περίμενε: θά ρθουν τα χρόνια•

    приспеть ло время έφτασε ο καιρός.

    Большой русско-греческий словарь > приспеть

См. также в других словарях:

  • σιμώνω — σιμώνω, σίμωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιμώνω — Ν πλησιάζω, ζυγώνω, προσεγγίζω, έρχομαι κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμά «κοντά»] …   Dictionary of Greek

  • σιμώνω — σίμωσα, πλησιάζω, είμαι κοντά: Δεν τον σιμώνει κανένας. – Σιμώνει η νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντοσιμώνω — έρχομαι κοντά, σιμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(o) * + σιμώνω] …   Dictionary of Greek

  • ασίμωτος — η, ο [σιμώνω] ο απλησίαστος, ο απρόσιτος …   Dictionary of Greek

  • κοντεύω — (I) και κοντεύγω (Μ κοντεύω και κοντεύγω) 1. προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον ή κάτι, έρχομαι κοντά («κάνε υπομονή, κοντεύουμε να φτάσουμε στο χωριό») 2. φέρνω κοντά, σιμώνω («όντα θα με κοντέψουνε στής εκκλησιάς τη στράτα», Πασπάτ.) 3. (ενεργ. και… …   Dictionary of Greek

  • πλησιάζω — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω [πλησίος] 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζω («πλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά») 2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω 3. είμαι, βρίσκομαι κοντά 4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ …   Dictionary of Greek

  • προσμιγνύω — προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α [μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω] νεοελλ. 1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω 2. μτφ. νοθεύω αρχ. 1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως 2. φέρνω κοντά, ενώνω …   Dictionary of Greek

  • προσπορεύομαι — και δωρ. τ. ποτιπορεύομαι Α 1. πορεύομαι προς κάποιον, πλησιάζω κάποιον, σιμώνω 2. προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω κάτι, συνήθως αξίωμα («προσπορευομένου πρὸς τὴν ἀγορανομίαν», Πολ.) 3. επιδιώκω τη σύναψη δανείου 4. επιζητώ τη μίσθωση, την… …   Dictionary of Greek

  • κοντοσιμώνω — ωσα, έρχομαι κοντά, σιμώνω, κοντοζυγώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησιάζω — πλησίασα 1. μτβ., φέρνω κοντά κάτι: Μην πλησιάζεις το αναμμένο τσιγάρο στη βενζίνη. 2. έρχομαι κοντά σε κάτι, ζυγώνω, σιμώνω: Τον πλησίασα με τρόπο και του μίλησα. 3. μτφ., συναναστρέφομαι, σχετίζομαι: Μπορεί και πλησιάζει υψηλά πρόσωπα. 4. αμτβ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»