-
1 σικύη
σικύαbottle-gourd: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————σικύαbottle-gourd: fem dat sg (attic epic ionic)σικύαbottle-gourd: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 σικύῃ
Βλ. λ. σικύη -
3 ἐπίπλασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπλασις
См. также в других словарях:
σικύη — σικύα bottle gourd fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικύῃ — σικύα bottle gourd fem dat sg (attic epic ionic) σικύα bottle gourd fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικύα — η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α 1. νεροκολοκυθιά 2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό τού παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα νεοελλ. 1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση 2.… … Dictionary of Greek