-
1 σικύαν
σικύαbottle-gourd: fem acc sgσικύᾱν, σικύαbottle-gourd: fem acc sg (doric ionic aeolic) -
2 κολλητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολλητέον
См. также в других словарях:
σικύαν — σικύα bottle gourd fem acc sg σικύᾱν , σικύα bottle gourd fem acc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκθλίβω — Α 1. συνθλίβω, ζουλώ («συνεκθλίβει τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν σικύαν», Πλούτ.) 2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στην αρχή ή στο τέλος λέξης συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθλίβω «πιέζω, στείβω»] … Dictionary of Greek