-
1 σιελίζω
-
2 σιαλιστήριον
σιαλιστήριον, τό, ion. σιελιστήριον, der Theil des Gebisses, auf den Geifer fällt, die Kinnkette, Geop.
См. также в других словарях:
σιαλιστήριον — ή σιελιστήριον, τὸ, Μ το τμήμα τού χαλινού από όπου πέφτει το σάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλίζω / σιελίζω «εκκρίνω σάλιο» + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] … Dictionary of Greek