Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σιελίζω

См. также в других словарях:

  • σιελίζω — ΝΑ βλ. σιαλίζω …   Dictionary of Greek

  • ενσιελίζω — ἐνσιελίζω (Α) [σιελίζω] φτύνω μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • κατασιελίζω — (Α) γεμίζω με σάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιελίζω «βγάζω σάλιο»] …   Dictionary of Greek

  • προσσιελίζω — και προσσιαλίζω Α φτύνω κάποιον, προσπτύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σιελίζω / σιαλίζω «βγάζω σάλιο»] …   Dictionary of Greek

  • σιαλίζω — και σιελίζω ΝΑ [σίαλον / σίελον] εκκρίνω σάλιο νεοελλ. 1. (μτβ.) επαλείφω ή βρέχω κάτι με σάλιο, σαλιώνω 2. μτφ. σαλιαρίζω …   Dictionary of Greek

  • σιαλισμός — και σιελισμός, ο, ΝΑ [σιαλίζω / σιελίζω] η έκκριση σάλιου νεοελλ. ιατρ. η σιαλόρροια …   Dictionary of Greek

  • σιαλιστήριον — ή σιελιστήριον, τὸ, Μ το τμήμα τού χαλινού από όπου πέφτει το σάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλίζω / σιελίζω «εκκρίνω σάλιο» + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»