-
1 σιελίζω
-
2 σιελίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιελίζω
-
3 σιελίζω
(→προσσιελίζω,,) -
4 προς-σιελίζω
προς-σιελίζω, = Vorigem, LXX.
-
5 ἐν-σιελίζω
ἐν-σιελίζω, dasselbe, Sp.
-
6 σιαλίζω
-
7 ἐνσιαλεύω
ἐν-σιαλεύω, u. ἐν-σιελίζω, hineinspeien -
8 προςσιαλίζω,
προς-σιαλίζω, u. προς-σιελίζω, anspucken -
9 προςσιελίζω
προς-σιαλίζω, u. προς-σιελίζω, anspucken
См. также в других словарях:
σιελίζω — ΝΑ βλ. σιαλίζω … Dictionary of Greek
ενσιελίζω — ἐνσιελίζω (Α) [σιελίζω] φτύνω μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
κατασιελίζω — (Α) γεμίζω με σάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιελίζω «βγάζω σάλιο»] … Dictionary of Greek
προσσιελίζω — και προσσιαλίζω Α φτύνω κάποιον, προσπτύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σιελίζω / σιαλίζω «βγάζω σάλιο»] … Dictionary of Greek
σιαλίζω — και σιελίζω ΝΑ [σίαλον / σίελον] εκκρίνω σάλιο νεοελλ. 1. (μτβ.) επαλείφω ή βρέχω κάτι με σάλιο, σαλιώνω 2. μτφ. σαλιαρίζω … Dictionary of Greek
σιαλισμός — και σιελισμός, ο, ΝΑ [σιαλίζω / σιελίζω] η έκκριση σάλιου νεοελλ. ιατρ. η σιαλόρροια … Dictionary of Greek
σιαλιστήριον — ή σιελιστήριον, τὸ, Μ το τμήμα τού χαλινού από όπου πέφτει το σάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλίζω / σιελίζω «εκκρίνω σάλιο» + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] … Dictionary of Greek