Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σιδηρόνωτος

См. также в других словарях:

  • σιδηρόνωτος — iron backed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρόνωτος — ον, Α αυτός που έχει σιδερένια νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόνωτον — σιδηρόνωτος iron backed masc/fem acc sg σιδηρόνωτος iron backed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρονώτοις — σιδηρόνωτος iron backed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»