-
1 σιδηρονωτος
-
2 σιδηρόνωτος
σιδηρόνωτοςiron-backed: masc /fem nom sg -
3 σιδηρόνωτος
σῐδηρό-νωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρόνωτος
-
4 σιδηρόνωτος
-
5 σιδηρόνωτον
σιδηρόνωτοςiron-backed: masc /fem acc sgσιδηρόνωτοςiron-backed: neut nom /voc /acc sg -
6 σιδηρονώτοις
σιδηρόνωτοςiron-backed: masc /fem /neut dat pl
См. также в других словарях:
σιδηρόνωτος — iron backed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρόνωτος — ον, Α αυτός που έχει σιδερένια νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό νωτος] … Dictionary of Greek
σιδηρόνωτον — σιδηρόνωτος iron backed masc/fem acc sg σιδηρόνωτος iron backed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρονώτοις — σιδηρόνωτος iron backed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)