-
1 σιδηρο-πτέρυξ
σιδηρο-πτέρυξ, υγος, = Vorigem, Timaget. bei Schol. Ap. Rh. 2, 1033.
-
2 σιδηρόπτερος,
σιδηρό-πτερος, u. σιδηρο-πτέρυξ, υγος, mit eisernen Flügeln, Federn -
3 σιδηροπτέρυξ
σιδηρό-πτερος, u. σιδηρο-πτέρυξ, υγος, mit eisernen Flügeln, Federn
См. также в других словарях:
σιδηροπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α σιδηρόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. αἰολο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek