-
1 σιδηρο-πέδη
σιδηρο-πέδη, ἡ, eiserne Fessel, Eust.
-
2 σιδηροπέδη
σῐδηρο-πέδη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηροπέδη
-
3 σιδηροπέδη
σιδηρο-πέδη, ἡ, eiserne Fessel
См. также в других словарях:
σιδηροπέδη — η, ΝΜ σιδερένια δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] … Dictionary of Greek