Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σιδηρο-κόλεος

См. также в других словарях:

  • σιδηροκόλεος — ον, Α (για μαχαίρι) αυτός που έχει σιδερένιο κολεό, σιδερένιο θηκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κολεός «θηκάρι» (πρβλ. σκυτο κόλεος)] …   Dictionary of Greek

  • σκυτοκόλεος — ον, Α αυτός που έχει κολεό σκύτινο, θήκη δερμάτινη («σκυτοκόλεοι μάχαιραι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + κολεός «θήκη ξίφους» (πρβλ. σιδηρο κόλεος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»