-
1 σιδηρο-κμής
σιδηρο-κμής, ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; – mit Eisen, durchs Schwert getödtet, βροτοί, Soph. Ai. 318.
-
2 σιδηροκμής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηροκμής
-
3 σιδηροκμής
σιδηρο-κμής, ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; mit Eisen, durchs Schwert getötet -
4 σιδηροκμης
См. также в других словарях:
σιδηροκμής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, δηλαδή με ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κμής (< κάμνω), πρβλ. δουρι κμής] … Dictionary of Greek
χειροκμής — ῆτος, ὁ, Α αυτός που εργάζεται με τα χέρια, που κάνει χειρωνακτική εργασία, χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. σιδηρο κμής] … Dictionary of Greek