Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σιδηρο-βόλος

См. также в других словарях:

  • σιδηροβόλιον — τὸ, Α η άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βόλιον (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ἀγκυρο βόλιον] …   Dictionary of Greek

  • τριβόλιν — τὸ, Μ παιχνίδι κατά το οποίο ρίχνονταν τα ζάρια τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βόλι(ο)ν (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. σιδηρο βόλιον] …   Dictionary of Greek

  • μαζοβόλιο — μαζοβόλιον, τὸ (Α) το μαζονόμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. θυρη βόλιον, σιδηρο βόλιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»