-
1 σιδηροίς
σιδήρεοςmade of iron: masc /neut dat pl (attic epic)σιδηρόωoverlay with iron: pres opt act 2nd sgσιδηρόωoverlay with iron: pres subj act 2nd sgσιδηρόωoverlay with iron: pres ind act 2nd sg -
2 σιδηροῖς
σιδήρεοςmade of iron: masc /neut dat pl (attic epic)σιδηρόωoverlay with iron: pres opt act 2nd sgσιδηρόωoverlay with iron: pres subj act 2nd sgσιδηρόωoverlay with iron: pres ind act 2nd sg -
3 σιδήροις
σίδηρονneut dat plσίδηροςiron: masc dat pl -
4 καταφράσσω
A fortify, protect, in [voice] Pass., -φρασσόμενοι ἐν ταῖς φάλαγξιν LXX 1 Ma.6.38
;πύργος σιδήρῳ -πεφραγμένος J.BJ7.8.5
;τόπους ὅπλοις -πεφραγμένους καὶ ἵπποις Plu. Alex.16
;ἵπποι κ. χαλκοῖς καὶ σιδηροῖς σκεπάσμασιν Id.Crass.24
: metaph.,πολλοῖς ἱππεῦσι καταπεφραγμένος Id.Alex.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφράσσω
-
5 κυρίσσω
A butt with the horns, like rams, Arist.GA 769b20, cf. Phot.; of bulls,ὁ ταῦρος δ' ἔοικεν κυρίξειν A.Fr.23
, cf. Pl.Grg. 516a;κ. ἀλλήλους σιδηροῖς κέρασι Id.R. 586b
;μόσχος κυρίττων Gal.4.692
; ὁ κυρίττων (sc. λόγος), a logical puzzle, Chrysipp.Stoic.2.94: metaph., of floating corpses knocking against the shore,κ. ἰσχυρὰν χθόνα A.Pers. 310
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρίσσω
-
6 ἀδαμάντινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδαμάντινος
-
7 ὕπερος
A pestle,ὕπερον δὲ τρίπηχυν Hes. Op. 423
;λεήναντες ὑπέροισι Hdt.1.200
; ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται, prov. of never-ending and ineffectual labour, Pl.Com.1, cf. Pl.Tht. 209e, Philem.30, Plu.2.1072b; soεἰ ἐς ὅλμον ὕδωρ ἐκχέας ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττοι Luc.Herm.79
;ὕπερα σιδηρᾶ Poll.7.107
, with which Bgk. compared.. έροις σιδηροῖς, the mutilated title of a successful comedy in IG14.1097.II anything shaped like a pestle,1 club, cudgel, Plu.Alex.63, Luc.Demon.48.2 lever for stretching dislocated joints, Hp.Fract.13, al.III like πηνίον, a pupa of a geometrid moth, Arist.HA 551b6.—The form [full] ὕπερον, τό, is found in Hesperia5.383 (Athens, v B. C., pl.), Hp.Art.5,78, Plb.1.22.7, PRyl.167.14 (pl., i A.D.), Luc.Philops.35, Poll.1.245, 7.107, 10.114, EM779.48; whereas none of the other passages in which the word occurs prove anything about the gender, except Hes. l.c.; whence it has been suggested that τρίπηχυ should be read there, and ὕπερον, τό, received as the only form. -
8 σιδηροῦς
σιδηροῦς, ᾶ, οῦν (s. prec. entry; Hom.+ in the form σιδήρεος, whereas the Attic Gks. have the contracted form. The word is also found in ins, pap, LXX; TestJud 9:40; JosAs 10:5; GrBar 3:7; ApcEsdr 4:25 p. 28, 30 Tdf.; Philo, Op. M. 141; Joseph. [in both forms; cp. Schmidt, Joseph. 492]; SibOr 3, 540) (made of) iron of a bar B 11:4 (Is 45:2; JosAs 10:5; ApcEsdr 4:25). Of a prison door (s. πύλη a) Ac 12:10. Of breastplates Rv 9:9. In imagery = merciless (Hom.+; cp. Περὶ ὕψους 13, 1 after Pla., Rep. 586a σιδηροῖς κέρασι) ῥάβδος σιδηρᾶ (after Ps 2:9) Rv 2:27; 12:5; 19:15 (ποιμαίνω 2aγ).—DELG s.v. σίδηρος. M-M s.v. σιδήρεος.
См. также в других словарях:
σιδηροῖς — σιδήρεος made of iron masc/neut dat pl (attic epic) σιδηρόω overlay with iron pres opt act 2nd sg σιδηρόω overlay with iron pres subj act 2nd sg σιδηρόω overlay with iron pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδήροις — σίδηρον neut dat pl σίδηρος iron masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DRACHMA — Gr. Δραχμὴ, genus nummi, quod interdum λεπτὸν ὁλκὴν, ὀβολὸν, δηνἀριον, quoque iidem dicebant, Romanis Denarius fuit, h. e. sesterti quatuor. Quod ad pondus, septem drachmae unciam incurrunt; unde consequitur, cum libra sit 12. unciarum, 84.… … Hofmann J. Lexicon universale
κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… … Dictionary of Greek
κυρίσσω — κυρίσσω, αττ. τ. κυρίττω (Α) 1. χτυπώ με τα κέρατα, κερατίζω («βοὸς μόσχον... εἶδον κυρίττοντα πρὶν φῡσαι τὰ κέρατα», Γαλ.) 2. (γενικά) χτυπώ, πλήττω (α. «ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῑς κέρασι», Πλάτ. β. «οἵδ ἀμφὶ νῆσον … Dictionary of Greek
μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… … Dictionary of Greek
σκυλμός — ὁ, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκύλλω, σπαραγμός, κατασπάραξη, ξέσχισμα 2. ερεθισμός, παροξυσμός 3. βασανισμός, ταλαιπωρία («μετὰ ὕβρεως καὶ σκυλμῶν ἀποστεῑλαι πρὸς ἡμᾱς ἐν δεσμοῑς σιδηροῑς... κατακεκλεισμένους», ΠΔ) 4. καταβολή μόχθου … Dictionary of Greek