Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σιδερένιος

См. также в других словарях:

  • σιδερένιος — α, ο, Ν 1. κατασκευασμένος από σίδερο, σιδηρούς 2. μτφ. α) γενναίος («αν έχεις λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθια», Κρυστ.) β) πολύ σκληρός (α. «σιδερένια καρδιά» β. «σιδερένια πολιτική) γ) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, πολύ γερή κράση ή… …   Dictionary of Greek

  • σιδερένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από σίδερο: Στην αυλή έβαλαν σιδερένια πόρτα. 2. πολύ δυνατός: Έχει σιδερένια γροθιά. 3. υγιής, απρόσβλητος: Έχει σιδερένια κράση και δεν αρρωσταίνει. 4. μτφ., σκληρός: Η καρδιά του είναι σιδερένια και δε συγκινείται με τίποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… …   Dictionary of Greek

  • αδράχτι — Σύνεργο κλωστικής με το οποίο γνέθουν. Α. λέγεται και ο σιδερένιος ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων και το σιδερένιο ραβδί που αποτελεί τον κορμό της άγκυρας. Εκείνος που κατασκεύαζε και πουλούσε α. κλωστικής λέγεται αδραχτάς.Αδραχτάς… …   Dictionary of Greek

  • διαστημόμετρο — το 1. μετρολ. μικρός σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση μικρών μηκών 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μέτρηση τής απόστασης τού στόχου 3. (σχέδ.) όργανο σε σχήμα διαβήτη για τη μέτρηση αποστάσεων κατά τη σχεδίαση ή… …   Dictionary of Greek

  • πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • αμπάρα — η (Μ ἀμπάρα) (Ν και μπάρα) 1. σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός, που τοποθετείται πίσω από θύρα από τη μια παραστάδα μέχρι την άλλη για να εμποδίσει το άνοιγμά της, σύρτης, μάνταλο 2. κάθε χοντρό και μικρό σε μήκος ξύλο που μοιάζει με αμπάρα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… …   Dictionary of Greek

  • αρβάλλι — το [αρβαλλίζω] 1. κινητή, μεταλλική λαβή σε λεβέτι, πιαστήρι 2. σιδερένιος σύρτης της πόρτας 3. μεγάλο κόσκινο 4. ξύλο πάνω από τη μυλόμετρα για να ρυθμίζει την κίνηση της σκαφίδας με το στάρι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»