-
1 железный
-
2 железный
επ.1. σιδερένιος•-ая кровать σιδερένιο κρεβάτι.
|| σιδηρούχος•-ая руда σιδηρομετάλλευμα•
-ые рудники σιδηρωρυχεία. -лом παλιοσίδερα.
2. μτφ. δυνατός, ισχυρός, άκαμπτος•-ая воля ισχυρή θέληση•
железный закон σιδερένιος νόμος•
железный кулак σιδερένια γροθιά•
-ая дисциплина σιδερένια πειθαρχία.
εκφρ.железный блеск – οξείδιο του σιδήρου•железный век – εποχή του σιδήρου•- ое дерево – το σιδηρόξυλο•- ая дорога – σιδηροδρομική οδός ή γραμμή• τα ιδρύματα των σιδηροδρομικών•железный шпат – ο σιδερίτης. -
3 железный
1. (содержащий железо) σιδηρούχος 2. (сделанный из железа) σιδερένιος 3. (век) (ист.) о αιώνας/η εποχή του σιδήρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > железный
-
4 сердечник
ο πυρήναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сердечник
-
5 арматура
арматураж \. ἡ σιδηροσκευή μηχανής;2. стр. ὁ σιδερένιος σκελετός, ἡ σιδεροδεσία. -
6 железный
железн||ыйприл·1. прям., перен σιδερένιος, σιδηρούς:\железныйая руда́ τό σι-δηρομετάλλευμα, τό μέταλλον σιδήρου· \железный рудник τό σιδηρωρυχεῖο· \железный лом τά σιδερικά· \железныйая воля ἡ σιδερένια θέληση· \железныйое здоровье ἡ σιδερένια ὑγεία· \железныйая дисциплина ἡ σιδερένια πειθαρχία·2. хим.:\железный купорос τό πράσινο βιτριό-λι[ον]· \железный колчедан ὁ πυρίτης· ◊ \железныйая дорога ὁ σιδηρόδρομος· \железный век ист. ὁ σιδηρούς αίώνας, ὁ σιδηρούς αίών. -
7 iron
1. noun1) (( also adjective) (of) an element that is the most common metal, is very hard, and is widely used for making tools etc: Steel is made from iron; The ground is as hard as iron; iron railings; iron determination (= very strong determination).) σίδερο/σιδερένιος2) (a flat-bottomed instrument that is heated up and used for smoothing clothes etc: I've burnt a hole in my dress with the iron.) σίδερο3) (a type of golf-club.) μπαστούνι του γκολφ2. verb(to smooth (clothes etc) with an iron: This dress needs to be ironed; I've been ironing all afternoon.) σιδερώνω- ironing- irons
- ironing-board
- ironmonger
- ironmongery
- have several
- too many irons in the fire
- iron out
- strike while the iron is hot -
8 железный
[ζυλιέζνυΐ] επ. σιδερένιος -
9 железный
[ζυλιέζνυϊ] επ σιδερένιος -
10 латный
επ.σιδερένιος•латный доспех σιδερένια πανοπλία.
-
11 оковка
-и θ.1. καπλάντισμα, κάλυψη με μετάλλινο καπλαμά.2. καπλαμάς σιδερένιος. -
12 рым
-а α.(ναυτ.) κρίκος σιδερένιος. -
13 семижильный
επ. (απλ.) πολύ γερός, ανθεκτικός• σιδερένιος, ατσαλιένιος, χαλκέντερος. -
14 iron
1) σιδερένιος2) σιδερώνω
См. также в других словарях:
σιδερένιος — α, ο, Ν 1. κατασκευασμένος από σίδερο, σιδηρούς 2. μτφ. α) γενναίος («αν έχεις λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθια», Κρυστ.) β) πολύ σκληρός (α. «σιδερένια καρδιά» β. «σιδερένια πολιτική) γ) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, πολύ γερή κράση ή… … Dictionary of Greek
σιδερένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από σίδερο: Στην αυλή έβαλαν σιδερένια πόρτα. 2. πολύ δυνατός: Έχει σιδερένια γροθιά. 3. υγιής, απρόσβλητος: Έχει σιδερένια κράση και δεν αρρωσταίνει. 4. μτφ., σκληρός: Η καρδιά του είναι σιδερένια και δε συγκινείται με τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
αδράχτι — Σύνεργο κλωστικής με το οποίο γνέθουν. Α. λέγεται και ο σιδερένιος ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων και το σιδερένιο ραβδί που αποτελεί τον κορμό της άγκυρας. Εκείνος που κατασκεύαζε και πουλούσε α. κλωστικής λέγεται αδραχτάς.Αδραχτάς… … Dictionary of Greek
διαστημόμετρο — το 1. μετρολ. μικρός σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση μικρών μηκών 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μέτρηση τής απόστασης τού στόχου 3. (σχέδ.) όργανο σε σχήμα διαβήτη για τη μέτρηση αποστάσεων κατά τη σχεδίαση ή… … Dictionary of Greek
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
αμπάρα — η (Μ ἀμπάρα) (Ν και μπάρα) 1. σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός, που τοποθετείται πίσω από θύρα από τη μια παραστάδα μέχρι την άλλη για να εμποδίσει το άνοιγμά της, σύρτης, μάνταλο 2. κάθε χοντρό και μικρό σε μήκος ξύλο που μοιάζει με αμπάρα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… … Dictionary of Greek
αρβάλλι — το [αρβαλλίζω] 1. κινητή, μεταλλική λαβή σε λεβέτι, πιαστήρι 2. σιδερένιος σύρτης της πόρτας 3. μεγάλο κόσκινο 4. ξύλο πάνω από τη μυλόμετρα για να ρυθμίζει την κίνηση της σκαφίδας με το στάρι … Dictionary of Greek