Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σιδήρειον

См. также в других словарях:

  • σιδήρειον — σιδήρειος made of iron masc acc sg σιδήρειος made of iron neut nom/voc/acc sg σιδήρεος made of iron masc acc sg (epic) σιδήρεος made of iron neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρείο — το / σιδηρεῑον, ΝΑ [σιδηρεύς] νεοελλ. 1. εργαστήριο κατασκευής εργαλείων και άλλων σιδερένιων αντικειμένων, σιδηρουργείο 2. (σε σιδηρουργείο) μικρή κάμινος για την κατεργασία τού σιδήρου, καμίνι αρχ. στον πληθ. τὰ σιδηρεῑα ορυχεία σιδήρου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»