-
1 σιγμοειδή
σιγμοειδήςof the shape of sigma: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)σιγμοειδήςof the shape of sigma: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)σιγμοειδήςof the shape of sigma: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 σιγμοειδῆ
σιγμοειδήςof the shape of sigma: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)σιγμοειδήςof the shape of sigma: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)σιγμοειδήςof the shape of sigma: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
σιγμοειδῆ — σιγμοειδής of the shape of sigma neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σιγμοειδής of the shape of sigma masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σιγμοειδής of the shape of sigma masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονσόλα — I Κινητό βοηθητικό έπιπλο, που στηρίζεται στον τοίχο και σε δύο πόδια με σιγμοειδή κάμψη. Την εποχή της Αναγέννησης η κ. στηριζόταν στον τοίχο ή την αναρτούσαν σε αυτόν και ήταν διακοσμημένη με διάφορα κομψοτεχνήματα. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
σιγμοειδικός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σιγμοειδή ανατομικό σχηματισμό και, ιδίως, στο σιγμοειδές κόλον τού εντέρου … Dictionary of Greek
τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek