-
1 σιγματίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιγματίζω
-
2 σιγματίζεται
σιγματίζωwrite with sigma: pres ind mp 3rd sg -
3 σίγμα
σίγμα (- ῖ-)Grammatical information: n.Meaning: indecl. name of the letter (Pl., Arist. a.o.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Without evident Semit. example (Hebr. sāmæch is far off); so verbalnoun to σίζω `hiss' (Schwyzer KZ 58, 186ff. with Robert)?Page in Frisk: 2,702Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίγμα
См. также в других словарях:
σιγματίζω — ΝΜ [σίγμα] νεοελλ. παρουσιάζω τραυλισμό στην προφορά τού γράμματος σίγμα μσν. δημιουργώ ή παρουσιάζω σιγματισμό, παρήχηση τού γράμματος σ … Dictionary of Greek
σιγματίζεται — σιγματίζω write with sigma pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγματισμός — ο, Ν [σιγματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγματίζω, η χρησιμοποίηση τού γράμματος σ κατά τη γραφή 2. η συχνή επανάληψη τού γράμματος σ σε μια φράση, ώστε να υπάρχει παρήχηση, όπως λ.χ. ο στίχος στη Μήδεια τού Ευριπίδου «σέσωκά σ ὡς… … Dictionary of Greek