Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σιγανός

  • 1 σιγανός

    [сиганос] εκ. молчаливый, тихий, спокойный, медленный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιγανός

  • 2 тихий

    тихий ήσυχος, ήρεμος (спокойный)· σιγανός· αθόρυβος (негромкий)· \тихий ход η βραδυπορία
    * * *
    ήσυχος, ήρεμος ( спокойный); σιγανός; αθόρυβος ( негромкий)

    ти́хий ход — η βραδυπορία

    Русско-греческий словарь > тихий

  • 3 тихий

    тих||ий
    прил
    1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:
    \тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·
    2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:
    \тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·
    3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):
    \тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·
    4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:
    \тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·
    5. (медленный) ἀργός, βραδύς:
    \тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι.

    Русско-новогреческий словарь > тихий

  • 4 неторопливый

    [νιταραπλίβυϊ] εκ. σιγανός εκ. σιγανός

    Русско-греческий новый словарь > неторопливый

  • 5 неторопливый

    [νιταραπλίβυϊ]
    επ σιγανός επ σιγανός

    Русско-эллинский словарь > неторопливый

  • 6 медленный

    медленн||ый
    прил ἀργός, σιγανός, βραδύς, βραδυκίνητος:
    вариться (или жариться) на \медленныйом огне σιγοβράζω, σιγοψήνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > медленный

  • 7 негромкий

    негромк||ий
    прил χαμηλός, σιγανός:
    \негромкийим голосом μέ σιγανή φωνή, χαμηλόφωνα.

    Русско-новогреческий словарь > негромкий

  • 8 неторопливый

    неторопливый
    прил σιγανός, βραδύς, βαρύς.

    Русско-новогреческий словарь > неторопливый

  • 9 негромкий

    [νιγκρόμκιϊ] εκ. σιγανός

    Русско-греческий новый словарь > негромкий

  • 10 тихий

    [τίχιΐ] επ. σιγανός

    Русско-греческий новый словарь > тихий

  • 11 негромкий

    [νιγκρόμκιϊ] επ σιγανός

    Русско-эллинский словарь > негромкий

  • 12 тихий

    [τίχιϊ] επ σιγανός

    Русско-эллинский словарь > тихий

  • 13 мягкий

    επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;
    1. μαλακός, απαλός•

    мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•

    мягкий хлеб μαλακό ψωμί•

    -ое железо μαλακό σίδερο.

    2. τρυφερός, αβρός•

    -ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.

    || σιγανός ήσυχος ελαφρός.
    3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.
    4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•

    мягкий климат ήπιο κλίμα•

    мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.

    5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•

    мягкий человек μαλακός άνθρωπος.

    εκφρ.
    - ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•
    - ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)
    - ие складки – φυσικές δίπλες•
    - ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα.

    Большой русско-греческий словарь > мягкий

  • 14 негромкий

    επ.
    μη ηχηρός, σιγανός, αγαλιανός•

    -ая песенка σιγανό τραγουδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > негромкий

  • 15 округлый

    επ., βρ: округл, -а, -о.
    1. στρογγυλός• κυκλοτερής•

    округлый почерк στρογγυλή γραφή.

    || (για κινήσεις) ομαλός, αργός, σιγανός•

    округлый жест ομαλή χειρονομία.

    2. μτφ. ολοκληρωμένος, αποπερατωμένος, πλήρης.

    Большой русско-греческий словарь > округлый

  • 16 осторожный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно
    προσεχτικός, προφυλαχτικός•

    осторожный человек προσεχτικός άνθρωπος.

    || φυλαχτικός, σιγανός•

    вор издал осторожный свист ο κλέφτης σφύριξε σιγανά.

    εκφρ.
    будь -жен! – πρόσεχε! φυλάξου!

    Большой русско-греческий словарь > осторожный

  • 17 тихий

    επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишайший.
    1. σιγανός, -λός, σιγηλός•

    -ая песня σιγανό τραγούδι•

    тихий ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)•

    тихий стук σιγανό χτύπημα•

    тихий голос σιγανή φωνή.

    2. ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος•

    -ая ночь ήσυχη νύχτα•

    -ая река ήσυχο ποτάμι.

    3. μτφ. φρόνιμος•

    тихий человек ήσυχος άνθρωπος.

    4. σιωπηρός, αμίλητος.
    5. γαλήνιος, -μένος•

    море было -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη.

    6. αργός, βραδύς•

    тихий ход αργό βάδισμα, βραδυπορεία.

    εκφρ.
    - ое помешательство – ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια•. тихий час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς)• η μετά το γεύμα ανάπαυση.

    Большой русско-греческий словарь > тихий

  • 18 шум

    -а (-у) α.
    1. θόρυβος, βουή, τύρβη, αχός•

    лёгкий шум ελαφρός (σιγανός) θόρυβος•

    большой шум слышится μεγάλος θόρυβος ακούεται•

    ветра η βουή του άνεμου•

    шум волн η βουή των κυμάτων.

    || κρότος•

    шум шагов ο κρότος των βημάτων, το ποδοβολητό.

    || οχλοβοή, οχλαγωγία, χλαλοή• χάβρα. || φασαρία, φωνές.
    2. συζήτηση ζωηρή• ντόρος•

    много -а от ничего πολύς θόρυβος για το τίποτε.

    3. θρόισμα, θρος•

    листьев το θρόισμα των φύλλων.

    εκφρ.
    в голове – βούισμα στο κεφάλι•
    шум в ушах – βούισμα στ αυτιά.

    Большой русско-греческий словарь > шум

См. также в других словарях:

  • σιγανός — (I) ο, Ν ζωολ. γένος φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν κυρίως στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και… …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • σιγανίδες — οι, Ν [σιγανός] ζωολ. μικρή οικογένεια θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων με τυπικό αντιπρόσωπο το γένος σιγανός …   Dictionary of Greek

  • σιγαλός — σιγαλός, ή, ό και σιγανός, ή, ό επίρρ. ά 1. αθόρυβος, ήσυχος: Από το στόμα του βγήκε ένας σιγανός ήχος. – Με σιγανή φωνή τον παρακαλούσε να τη λυπηθεί. 2. ήρεμος, βραδυκίνητος: Τα ζώα αυτά είναι πολύ σιγανά. – Έπεσε σιγανή βροχή. 3. «σιγανό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dimitrios Siganos — (Greek: Δημήτριος Σιγανός) is an ophthalmic surgeon. He is pioneer of refractive surgery (correcting myopia, astigmatism and presbyopia). He graduated from the Cairo University School of Medicine with the title MD Ph.D and Masters in… …   Wikipedia

  • αγαλιανός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπιλίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου… …   Dictionary of Greek

  • αδειανός — ή, ό 1. αυτός που δεν είναι απασχολημένος, ο εύκαιρος 2. κενός, άδειος 3. φρ. «αδειανά χέρια», χωρίς κάποιο δώρο, χωρίς κέρδος, άπρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κατάλ. ανος (πρβλ. λείος λειανός, σιγά σιγανός, άκρη ακριανός κ.λπ.). ΠΑΡ. αδειανάδα …   Dictionary of Greek

  • αναφιλητό — το (κ. αναφιλυτό) λυγμός, συνεχείς λυγμοί, σιγανός θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. αναφλύω «ανακοχλάζω», με ανάπτυξη ενός ενδοσυμφωνικού ι ] …   Dictionary of Greek

  • αχαμνός — ή, ό (Μ ἀχαμνός, ή, όν) 1. πλαδαρός, μαλακός 2. χαλαρός 3. ασθενικός, αδύνατος 4. αδύνατος, ισχνός 5. άρρωστος 6. βλαβερός 7. (για λόγια) ασθενικός, σιγανός νεοελλ. Ι. φρ. «το αχαμνό μέρος» γυναίκα ή ανύπαντρη κόρη που χρειάζεται προστασία II. το …   Dictionary of Greek

  • βαιός — βαιός, ά, όν (Α) |. 1. μικρός, λίγος 2. ελλιπής, λιγοστός 3. ταπεινός 4. τιποτένιος, ποταπός 5. (για φωνή) χαμηλός, σιγανός 6. (για χρόνο) σύντομος II. (το ουδ. ως επίρρ.) βαιόν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …   Dictionary of Greek

  • γαληνός — (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»