-
1 σιαλο-ποιός
σιαλο-ποιός, ion. σιελοπ οιός, Speichel erregend, Xenocr.
-
2 σιαλοποιός
См. также в других словарях:
σιαλοποιός — και ιων. τ. σιελοποιός, όν, Α αυτός που παράγει, που εκκρίνει σίαλο, σιαλογόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον / σίελον «σάλιο» + ποιός*] … Dictionary of Greek