Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σθένος

  • 1 валентность

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валентность

  • 2 Might

    v. intrans.
    Be able: P. and V. δύνασθαι, ἔχειν; see Able.
    As a mild form of command: use V. ν (with optative).
    Might have: see may have, under May.
    As might well have been, as is probable: P. and V. ὡς εἰκός.
    You might have, it was open to you: P. and V. ἐξῆν σοι (infin.), παρῆν σοι (infin.), παρεῖχέ σοι (infin.); see under Open.
    But for so and so the Phocians might have been saved: P. εἰ μὴ διὰ τὸ καὶ τὸ ἐσώθησαν ἂν οἱ Φωκεῖς (Dem. 364).
    ——————
    subs.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχς, ἡ, ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.); see Strength.
    Power, authority: P. and V. κρτος, τό. δύναμις, ἡ, ἰσχς, ἡ, ἐξουσία, ἡ. V. σθένος, τό.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό.
    With might and main: P. κατὰ κράτος, παντὶ σθένει. Ar. κατ τὸ καρτερόν; see Vigorously.
    Might, as opposed to right: P. and V. βία, ἡ, ἰσχς, ἡ, τὸ καρτερόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Might

  • 3 ковалентность

    το ομοιοπολικό σθένος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ковалентность

  • 4 электровалентность

    το ηλεκτρικό σθένος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электровалентность

  • 5 бодрость

    бодро||сть
    ж τό σφρίγος, ἡ ζωηρότητα [-ης], ἡ ζωντάνια:
    \бодростьсть духа τό σθένος, ἡ ἡθική δύναμη.

    Русско-новогреческий словарь > бодрость

  • 6 валентность

    валентность
    ж хим. τό σθένος, ἡ ἀτο-μικότητα [-ης].

    Русско-новогреческий словарь > валентность

  • 7 потенция

    потенция
    ж ἡ ἰσχύς, ἡ δυναμικότητα [-ης], τό σθένος.

    Русско-новогреческий словарь > потенция

  • 8 сила

    си́л||а
    ж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:
    богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς.

    Русско-новогреческий словарь > сила

  • 9 fortitude

    ['fo:titju:d]
    (courage and endurance: He showed great fortitude during his long illness.) καρτερία,ψυχικό σθένος

    English-Greek dictionary > fortitude

  • 10 weak

    [wi:k]
    1) (lacking in physical strength: Her illness has made her very weak.) αδύναμος
    2) (not strong in character: I'm very weak when it comes to giving up cigarettes.) αδύναμος, που του λείπει το σθένος
    3) ((of a liquid) diluted; not strong: weak tea.) αραιός
    4) ((of an explanation etc) not convincing.) διόλου πειστικός
    5) ((of a joke) not particularly funny.) `κρύος` (για αστείο)
    - weaken
    - weakling
    - weakness
    - have a weakness for

    English-Greek dictionary > weak

  • 11 валентность

    [βαλιέντναστ"] ουσ. θ. (χημ.) σθένος

    Русско-греческий новый словарь > валентность

  • 12 валентность

    [βαλιέντναστ"] ουσ θ (χημ) σθένος

    Русско-эллинский словарь > валентность

  • 13 валентность

    θ.
    (χημ.) σθένος.

    Большой русско-греческий словарь > валентность

  • 14 стен

    α.
    (φυσ.) σθένος, μονάδα μέτρησης ισχύος στη μηχανική.

    Большой русско-греческий словарь > стен

  • 15 Blast

    subs.
    P. and V. πνεῦμα, τό, νεμος, ὁ, Ar. and V. πνοή, ἡ (rare P.), αὔρα, ἡ (also Plat. but rare P.), φσημα, τό, V. ἄημα, τό, ἄησις, ἡ.
    Of a trumpet: see Blare.
    ——————
    v. trans.
    Break in pieces: P. διαθραύειν (Plat.), P. and V. θραύειν (Plat.), V. συνθραύειν.
    Destroy, ruin: P. and V. διαφθείρειν, φθείρειν.
    Mar, injure: P. and V. βλάπτειν, λυμαίνεσθαι, Ar. and V. διαλυμαίνεσθαι.
    His might was blasted by lightning: V. ἐξεβροντήθη σθένος (Æsch., P.V. 362).
    Bring to disgrace: P. and V. αἰσχνειν, καταισχνειν.
    Blast with the thunderbolt, v.: P. κεραυνοῦν (Plat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blast

  • 16 Force

    subs.
    Compulsion: P. and V. βία, ἡ, νάγκη, ἡ.
    Motion: P. φορά, ἡ.
    Rush: Ar. and P.υμή, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.
    Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).
    In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.
    Meaning: P. and V. δναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).
    Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).
    The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).
    The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).
    By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, νάγκῃ, ἐξ νάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος.
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    In force (of laws, etc.); use adj., P. and V. κύριος.
    Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Be in force: P. and V. ἰσχύειν.
    Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).
    With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατ τὸ καρτερόν.
    ——————
    v. trans.
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).
    Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).
    Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.
    Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.
    Force back: see Repulse.
    Force open: see Prise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force

  • 17 Lightning

    subs.
    P. and V. ἀστραπή, ἡ (Plat.).
    Lightning flash: V. ἀστραπηφόρον πῦρ.
    Strike with lightning, v.: V. καταστράπτειν κατ. (gen.).
    Carry lightning: Ar. ἀστραπηφορεῖν.
    Be struck by lightning: P. ἐμβροντᾶσθαι (Xen.); see also Thunderbolt.
    His might was blasted by the lightning: V. ἐξεβροντήθη σθένος (Æsch. P.V. 362).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lightning

  • 18 Lustiness

    subs.
    Strength: P. and V. ἰσχς, ῥωμή, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ.
    Vehemence: P. σφοδρότης, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lustiness

  • 19 Power

    subs.
    Capacity: P. and V. δύναμις, ἡ.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχς, ἡ, ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Greatness: P. and V. μέγεθος, τό.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό, δυναστεία, ἡ.
    Authority: P. and V. ἐξουσία, ἡ, κῦρος, τό.
    Power ( of drugs): V. δύνασις, ἡ, ἰσχς, ἡ.
    The powers that be: P. and V. οἱ δυνμενοι.
    In the power of, prep.: P. and V. ἐπ (dat.).
    In ( any one's) power: use adj., P. and V. ποχείριος, V. χείριος.
    Those in power, in office: P. and V. οἱ ἐν τέλει.
    Possessed of full powers (of generals, ambassadors, etc.), adj.: Ar. and P. αὐτοκρτωρ.
    As far as lies in my power: P. κατὰ δύναμιν.
    As far as lay in their power you have been placed in serious danger: P. τὸ ἐπὶ τούτοις εἶναι ἐν τοῖς δεινοτάτοις κινδύνοις καθεστήκατε (Thuc.).
    Get a person into one's power: P. and V. ποχείριον λαμβνειν, (acc.), V. χείριον λαμβνειν (acc.), P. ὑφʼ ἑαυτῷ ποιεῖσθαι (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Power

  • 20 Recruit

    v. trans.
    Get back (one's strength, etc.): P. ἀναλαμβνειν.
    Recruit your strength: V. σύλλεξαι σθένος (Eur., Phoen. 850).
    Fill up: P. and V. πληροῦν.
    Collect: P. and V. συλλέγειν, συνγειν; see Collect.
    Recruit to one's standard, bring over: P. and V. προσποιεῖσθαι (acc.), προσγεσθαι (acc.).
    ——————
    subs.
    Inexperienced man: use adj.: P. and V. πειρος.
    Recruits, additional forces: P. οἱ προσγιγνόμενοι.
    Recruit to a party: use adj., P. and V. εὔνους.
    Make recruits, win over: P. and V. προσποιεῖσθαι (acc.), προσγεσθαι (acc.).
    Volunteer: P. and V. ἐθελοντής, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Recruit

См. также в других словарях:

  • σθένος — strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …   Dictionary of Greek

  • σθένος — το ους 1. ισχύς, δύναμη σωματική. 2. ηθική δύναμη, θάρρος: Δεν έχει το σθένος να τον αντιμετωπίσει. 3. (στη χημεία), ικανότητα του ατόμου ενός στοιχείου να ενώνεται με αριθμό ατόμων άλλου στοιχείου προς σχηματισμό χημικών ενώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σθένει — σθένος strength neut nom/voc/acc dual (attic epic) σθένεϊ , σθένος strength neut dat sg (epic ionic) σθένος strength neut dat sg σθένω to have strength pres ind mp 2nd sg σθένω to have strength pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένη — σθένος strength neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σθένος strength neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένεος — σθένος strength neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένους — σθένος strength neut gen sg (attic epic doric) σθενόω strengthen imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • ευσθενής — εὐσθενής, ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, ές) 1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος 2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). επίρρ... εὐσθενῶς (ΑΜ) με σθένος, με δύναμη μσν. φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» έχω το σθένος, έχω τη δύναμη …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»