-
1 σηστερτίων
σηστέρτιονsestertius nummus: neut gen pl -
2 σηστέρτιος
σηστέρτιος νόμος,= Lat.II [full] σηστέρτιον, τό,= Lat. sestertium, PGnom.84, al. (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σηστέρτιος
См. также в других словарях:
σηστέρτιον — τὸ, Α ο σηστέρτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sestertium < φρ. mille sestertium, γεν. τού πληθ. τού sestertius «ρωμαϊκό νόμισμα» (βλ. λ. σηστέρτιος), με παράλειψη τού mille] … Dictionary of Greek
σηστερτίων — σηστέρτιον sestertius nummus neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)