-
41 συμπλέκω
A twine or plait together, συνδεῖν καὶ ς. Pl.Plt. 309b;στέφανον Plu.Eum.6
; σὺν δ' ἀναμὶξ πλέξας ἶριν having twined the iris therewith, AP4.1.9 (Mel.);ἄτριον κερκίδι Theoc.18.34
; τὼ Χεῖρε ἐς τοὐπίσω ξυμπλέκοντες joining their hands behind them, Th.4.4; σ. τινὶ τὰς Χεῖρας join hands, become intimate with one, Plb.2.45.2, cf. 47.6; soσ. σπέρμα καὶ γάμους τέκνων E.Fr.326.5
: abs., πλάταισιν ἐσχάταισι ς. perh. binding the whole together, Id.IA 292 (lyr.):—[voice] Pass., to be twined together, plaited,ἐκ τῶν θαλλῶν Din.1.18
;ἡ ψυχὴ διὰ τὸ συμπεπλέχθαι πρὸς τὸ σῶμα Arist.de An. 406b28
, cf. Placit.1.7.31;πρὸς ἄλληλα Pl. Ti. 80c
;λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένοι E.Cyc. 225
; ὅταν συμπλᾰκῇ [τὰ στελέχη] when they are twisted together, Thphr.CP5.5.4; ἴχνη συμπεπλεγμένα tracks entangled, crossing in different directions, opp. ὀρθά, X.Cyn.5.6.2 combine notions logically under one term,σ. εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὶ ἀριθμόν Arist.de An. 409b11
, cf.EN 1119b30; join words so as to form a proposition,σ. τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι Pl. Sph. 262d
, cf. Tht. 202b:—[voice] Pass., ; of words, opp. ἁπλῶς λέγεσθαι (to be used singly), Arist.Ph. 195b15, cf. Metaph. 1014a13; κατηγορίαι συμπεπλεγμέναι complex, opp. ἁπλαῖ, Id.APr. 49a8, cf. Int. 16a23, PA 643b30; περὶ τοῦ -πεπλεγμένου on the compound sentence, title of work by Chrysipp., Stoic.2.68.3 more generally, εὖ τοῖς ὀνόμασι σ. τοὺς νόμους mix up or interweave the laws with rhetorical ornament, D.58.41; σ. τὰς πίστεις τῶν ἀσθενῶν τοῖς προτεινομένοις combines the proof of the weak points with.., D.H.Rh.8.5; cf. συμπλοκή; σ. πράξεις connect, involve them in mutual relations, Plb.5.105.4, D.S.16.42; [ συμπτώματα] Gal.18(2).157; but σ. ἀλλήλαις τὰς πράξεις mix them up, confuse them in a narrative, Plb.5.31.4, cf. Vett.Val.352.27;ἑτερογενῆ σημεῖα συμπλέκων Gal.16.747
.4 mix ingredients, Sor.1.77, Gal.12.647:—[voice] Pass., Arist. Ph. 189b5, Philum. ap. Orib.45.29.59.II [voice] Pass., of persons wrestling, to be intertwined, locked together (cf. σύμπλεγμα), συμπλεκέντος Γωβρύεω τῷ Μάγῳ Hdt.3.78
, cf. Gal.15.124: generally of combatants, to be engaged in close fight,συμπλακέντες διαγωνίζεσθαι D.9.51
, cf. Plb.1.28.2, Luc.Symp.44;σ. τοῖς πολεμίοις Plb.3.69.13
;πρὸς τὴν οὐραγίαν Id.4.11.7
; of a ship, to be entangled with her opponent, Hdt.8.84, Plb.1.23.6: metaph., to be at grips with, συμπλακέντα τῇ Σκυθῶν ἐρημίᾳ (i. e. Euathlus) Ar.Ach. 704; συμπεπλέγμεθα ξένῳ we are entangled or engaged with him, E.Ba. 800, cf. Aeschin.2.153;περὶ τὸ βῆμα τῷ Περικλεῖ Plu.Per.11
; of war, ; of disputes, etc., to be involved in, λοιδορίαις ς. Pl.Lg. 935c; ταῖς μάχαις, τοῖς πολιτικοῖς πράγμασιν, Phld.Mus.p.27K., Rh.1.11S., cf. BGU 1011 iii 7(iii B.C.);σ. τοῖς Στωικοῖς Luc.Symp.30
;σ. καὶ μεμψιμοιρεῖν Plb.18.8.3
.2 of sexual intercourse,Θέτιδι συμπλακείς S.Fr. 618
; συμπλέκεσθαι ἀλλήλοις to be locked together, Pl.Smp. 191a, cf. e; in Arist. of animals, HA 541b3, 542a16.3 Astrol., enter into combination, τῇ Σελήνῃ ὁ τοῦ Διὸς ς. Vett.Val.120.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπλέκω
-
42 συνήθης
συνήθης, ες, gen. εος, [var] contr. ους, gen. pl. συνηθέων, [var] contr. συνηθῶν (or συνήθων, Hdn.Gr.1.428):—A dwelling or living together, accustomed or used to each other,συνήθεες ἀλλήλῃσιν Hes.Th. 230
; like each other in habits, Th.1.71; συνήθεις καὶ γνώριμοι acquaintances, Pl.R. 375e, cf. Arist.EN 1126b25; φίλοι καὶ ς. Philem.213.13; σ. τινί well-acquainted or intimate with one, Pl.Cri. 43a, La. 188a, Men.Pk. 258: less freq. as Subst., friend, intimate, Phld.Rh.1.332 S., etc.: c. gen., D.S.19.47, Plu.Num.1.II habituated, accustomed, ;σώματα πᾶσι ποτοῖς καὶ πόνοις σ. γιγνόμενα Id.Lg. 797e
; of animals, χειρὶ σ., = χειροήθης, AP9.287 (Apollonid.): abs., τὰ σύντροφα καὶ ς. those reared and bred with him, Arist.HA 629b11; οἱ σ. τόποι their wonted haunts, ib. 596b29: c. inf.,σ. ᾄδειν γενόμενοι Pl.Lg. 666d
.2 of things, habitual, customary, usual, ἔθος, πότμος, S.Ph. 894, Tr.88; σ. ὄμμα a customary vision, Id.El. 903, cf. Hp.Aph. 2.49;δίαιτα Th.1.6
;σημεῖα τῷ γένει -έστερα And.2.26
; τὸ ξ. ἥσυχον your habitual quietness, Th.6.34; τὸ ξ. φοβερόν ib.55;σύνηθες αἰεὶ ταῦτα βαστάζειν ἐμοί E.Alc.40
, cf. Arist.Pol. 1295b17;διὰ τὸ μὴ σ. νομοθέτῃ Pl.Lg. 739a
: τὸ ς. the customary, X.Mem.3.14.6; custom, Arist.Rh. 1369b16, al.; τὸ τῆς ἑορτῆς ς. Pl.Ti. 21b; of language, in common use, A.D.Pron.45.1, al.; τὸ ς. usage, Id.Adv.178.28.3 according to common usage, opp. τοπικῶς, Sch.Th.Oxy.853 xiii 4; ἡ σ. νοουμένη οἰκονομία as commonly conceived, Phld.Oec.p.29 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνήθης
-
43 σύντομος
σύντομ-ος, ον,A cut short, abridged, esp. of a road, ἀτραπὸς ξ. a short cut, Ar.Ra. 123;ἡ κατάβασις -ωτέρη Hdt.7.223
;τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ Id.1.185
, 4.136; - ώτατον the shortest cut, Id.2.158, 4.183;τὰ -ώτατα Th.2.97
; σύντομος (sc. ὁδός) Hdt.5.17, X.HG7.2.13, etc.;- ωτάτη ὁδός Heraclit.
(?) 135;τὴν -ωτάτην.. ἦγε X.HG7.5.21
; cf.συντέμνω 11
, 111.2 of language, concise, brief, (troch.), cf. E.Heracl. 784 ([comp] Sup.), etc;- ώτερος ὁ λόγος Isoc.3.27
;σ. λέξις Arist.Rh. 1414a25
; ; σ. ἀνάμνησις a concise summary, Id.Rh.Al. 1433b29;διαλογισμός Epicur.Ep.2p.35U.
; φανῶ.. σημεῖα τῶνδε ς. S.OT 710; τὸ ς. conciseness, D.H. Vett.Cens.3.1.3 of other things,- ωτάτη διαπολέμησις Th.7.42
; σ. ἐμβολή, παρουσία, etc., Plb.3.78.6, 11.1.1, etc.4 of stature, short, Call.Epigr.13.II Adv. - μως concisely, briefly, σ. φημίσασθαι, λέξειν, etc., A.Ag. 629, Eu. 585, etc.; πεύσει τὰ πάντα ς. ib. 415;ὡς σ. εἰπεῖν Pl.Ti. 25e
: also neut. pl.,εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα S.Ant. 446
(v.l. συντόμως): [comp] Comp.- ώτερον Isoc.4.64
, etc.: [comp] Sup.- ώτατα Id.10.30
;συντομώτατον εἰπεῖν Alex.245.4
: but also - ωτέρως, Is.11.3 (cj.), Epicur.Ep.1p.27U.; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύντομος
-
44 ταράσσω
τᾰράσσω, Pi.O.2.63, etc.; [dialect] Att. [suff] τᾰράξ-ττω Ar.Eq. 902; also [full] θράσσω (q.v.): [tense] fut. ταράξω ib. 358, etc.: [tense] aor.Aἐτάραξα Od.5.291
, ([etym.] συν-) Il.1.579, 8.86: [tense] plpf.συν-ετεταράχει D.C.42.36
: [dialect] Ep. [tense] pf. in pass. sense τέτρηχα (v. infr. 111):—[voice] Pass., [tense] fut.ταραχθήσομαι Men.858
(prob.), Epict.Ench.3, etc.; [voice] Med. ταράξομαι in pass. sense, Th.7.36, X. Cyr.6.1.43: [tense] aor. (anap.), etc.: [tense] pf. τετάραγμαι ib. 388 (anap.), etc.:—stir, trouble, in a physical sense, σύναγεν νεφέλας ἐτάραξε δὲ πόντον [Ποσειδῶν] Od.5.291;κύμασιν ταράσσεται πόντος Archil.54
, cf. Sol.54;τ. πέλαγος ἁλός E.Tr.88
, cf. 692;ὁμοῦ τ. τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν εἰκῇ Ar.Eq. 431
;τ. καὶ κυκᾶν Id.Ach. 688
(troch.), Eq. 251 (troch.); οὐ χθόνα ταράσσοντες troubling not the earth (by ploughing), Pi. l.c.;βροντήμασι.. κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω A.Pr. 994
; τ. φάρμακον perh. mix, Luc.Lex.4, cf. Amips. 18: metaph., φωνὰν ταρασσέμεν to wag the tongue, Pi.P.11.42; πάντα τ., of a speaker, jumble up, D.19.93;τὴν τῶν πραγμάτων διδασκαλίαν Gal.15.185
.2 trouble the mind, agitate, disturb, ; δεινὰ (adverbial) τ. [με] S.OT 483 (lyr.);ὅταν ταράξῃ Κύπρις ἡβῶσαν φρένα E.Hipp. 969
, cf. Fr.1079.4;Νικίαν ταράξω Ar.Eq. 358
(troch.);τ. καρδίαν E.Ba. 1321
; esp. of fear, A.Ch. 289, Ar.Eq.66, etc.; ἄν τις φόβος τ. X.Mem.2.4.6;τὸ σῶμα τ. τὴν ψυχήν Pl.Phd. 66a
, cf. 103c; soτ. γλῶσσαν E.IA 1542
: abs., cause confusion, Pl. R. 564b, Hp.Mi. 373b:—[voice] Pass., Id.Phd. 100d, etc.; ;διά τι D.4.3
;ταράσσομαι φρένας S.Ant. 1095
; ὄμμα σὸν τ. E. Or. 253.3 of an army, etc., throw into disorder, Hdt.4.125, 9.51, etc.; :—[voice] Pass., to be in disorder, Id.4.125, 129, 8.16, Th.4.25, X.Cyr.2.1.27, etc.; ἐν σφίσιν αὐτοῖς τ. Th.7.67.b metaph., rout or upset, κριτήριον τ. Demetr.Lac.Herc.1012.38 (perh. variant of Epicur.Sent. 24):—[voice] Pass.,λόγου ταραχθέντος Phld.Rh.1.136
S.;εἰ τὰ σημεῖα ταραχθείη Gal.6.262
.4 τ. τὴν γαστέρα cause relaxation of the bowels, of purges, Hp.Nat.Mul.12, cf. Acut.56, Arist.Pr. 864b23, Gal.15.667:—[voice] Pass.,ἐταράχθης τὴν γαστέρα Ar.Nu. 386
(anap.);τὸ πνεῦμα Gal.15.903
; more generally,τεταραγμένον σῶμα Sor.1.105
.5 freq. of political agitation,τ. τὴν πόλιν Ar.Eq. 867
; τὰ πράγματα ib. 214:—[voice] Pass., to be in a state of disorder or anarchy, ἐν ἀλλήλοις τ. Th.2.65, cf. D.2.14, Ptol.Tetr. 164.6 ταράττεσθαι ἐπὶ τῶν ἵππων to be shaken in one's seat on horseback, X. Cyr.5.2.17.7 Math., τεταραγμένη ἀναλογία disturbed proportion, Euc.5Def.18, Archim.Sph.Cyl.2.4.II stir up, metaph., τ. νεῖκος, πόλεμον, S.Ant. 794 (lyr.), Pl.R. 567a; ;ἡλίκα πράγματα ταράξασα D.18.153
, cf. X.An.5.10.9;τ. δίκας τινὶ πρός τινας Plu.Them.5
:—[voice] Pass.,πόλεμος ἐταράχθη D.18.151
;γόος.. ταραχθείς A.Ch. 331
(lyr.).III exc. in the places mentioned, Hom. uses only intr. [tense] pf. τέτρηχα, to be in disorder or confusion, be in an uproar,τετρήχει δ' ἀγορή Il.2.95
;ἀγορὴ τετρηχυῖα 7.346
; soτετρηχυῖα θάλασσα AP7.283
(Leon.);τετρηχότος οἴδματος A.R.1.1167
;τετρηχότα βῶλον Id.3.1393
;τετρηχότι νώτῳ Nic.Th. 267
; but ἐκ σέθεν.. ἄλγεα.. τετρήχασι cruel woes arise, A.R. 4.447, cf. 3.276, Philet.7; in Nic.Th.72 τετρήχοντα κλήματα is f.l. for δὲ τρήχοντα. (Alexandrine and later Poets seem to have thought erroneously that τέτρηχα = to be rough (cf. τραχύς).) ( ταράχψω from ταραχ-ή, τάραχ-ος and these from Θᾰρᾰχ-: cogn. with θράσσω from θρᾱχ-ψω of which the [dialect] Ion. [tense] pf. is τέτρηχα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταράσσω
-
45 τέρας
τέρας, τό: gen. [dialect] Ep. αος (not in Hom. or Hes.), [dialect] Ion. εος Hdt.8.37: pl., nom. [dialect] Ep.Aτέραα Od.12.394
, [dialect] Ion.τέρεα Hdt.
l.c.,τεράᾰτᾰ D.P.604
, Q.S.5.43;τέρᾱ A.R.4.1410
, but ; τέρα (quantity not stated) [dialect] Att.acc. to Moer.p.369 P., cf.Ar.Ra. 1343; gen. [dialect] Ep.τεράων Il.12.229
,τερέων Alc.155
; [dialect] Att. τερῶν acc. to Moer.l.c., Thom.Mag.p.348 R.; dat. [dialect] Ep.τεράεσσι Il.4.398
, al.; later , al.: the forms τέρατ-ος, -ι, -α, -ων are Hellenistic, Moer.pp.366,369 P., Thom.Mag.p.348 R. (, al., τεράτων ib.Ps. 104 ( 105).27); gen. sg. τέρως v.l. in Paus.10.26.3: lengthd. metri gr.τείρεα Il.18.485
(= IG42(1).129.9), Arat.692, A.R. 3.1362;τείρεσιν h.Mart.7
; laterτείρεσσι IG14.2461.11
([place name] Massilia):— sign, wonder, marvel, portent,ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε τ. Ζεύς Il.2.324
; ᾐτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τ. Od.3.173;τοῖσιν.. θεοὶ τέραα προὔφαινον 12.394
;τέρας ἧκε Κρόνου πάϊς 21.415
; Ζεὺς δ' Ἔριδα προΐαλλε.., πολέμοιοτ. μετὰ χερσὶν ἔχουσαν a sign of coming battle, Il.11.4; esp. of signs in heaven, ἀστέρα ἧκε Κρόνου πάϊς.., ναύτῃσι τ. 4.76;ἴρισσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε τ. μερόπων ἀνθρώπων 11.28
, cf. 17.548; and with pass. Verbs,τ. φανήτω Od.20.101
:—so always when the first syll. is lengthd., v. supr.:—also in Prose,ἢν δὲ χειμῶνος βροντὴ γένηται, ὡς τέρας θωμάζεται Hdt.4.28
, cf. 6.98;τ. πέμπειν X.Mem. 1.4.15
;ἐφάνη Hdt.7.57
;ἐπιγίνεταί σφι τέρεα Id.8.37
, cf. Hes.Th. 744, Pi.O.13.73, etc.; freq. in NT,σημεῖα καὶ τέρατα Ev.Marc.13.22
, al.II in concrete sense, monster, Διὸς τ. αἰγιόχοιο, of the Gorgon's head, Il.5.742; of a serpent, 12.209, h.Ap. 302; δάϊον τ., of Typhoeus, A.Pr. 354; ἀπρόσμαχον τ., of Cerberus, S.Tr. 1098; οὔρειον τ., of the Sphinx, E.Ph. 806 (lyr.); ταῦρον, ἄγριον τ. Id.Hipp. 1214, cf. 1247;ὅλον τ. ὀπτήσας.. βασιλεῖ παρέθηκε κάμηλον Antiph. 172.7
(anap.), cf. Epicr.3.13; used by Cicero of Caesar, Att.8.9.4.2 monstrous birth, monstrosity, Pl.Cra. 393b, 394a, Aeschin.3.111, Arist.GA 769b30, 773a3, Vett.Val.341.13; ὡς ἔθρεψεν ἔκπαγλον τ. A. Ch. 548.III in colloquial language,τέρας λέγεις καὶ θαυμαστόν Pl.Hp.Ma. 283c
, cf. Tht. 163d;τέρας λέγεις, εἰ.. Id.Men. 91d
; 'a marvel' of a cup, Theoc.1.56: pl., of incredible statements, Phld. Mus.p.74 K. -
46 τρίβων
A worn garment, threadbare cloak, E.Fr.282.12, Ar.Ach. 184, 343 (troch.), al., PCair.Zen.92.19, 519.11 (iii B. C.), Sammelb. 7451.149 (iii B. C.): worn by the Spartans,Αακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν D. 54.34
, cf. Duris 14J.; by Philosophers, as Socrates, Pl.Smp. 219b, Prt. 335d; esp. by the Cynics, Crates Theb.16, Arr.Epict.3.1.24, etc.; and the Stoics, Zeno Stoic.1.63;πήρα καὶ τ. Plu.2.332a
, cf. Luc.Peregr.15, D.L.6.13;οἱ τὴν χλαῖναν ἐν τῷ θέρει κατατρίψαντες ἐν τῷ τ. τὸν χειμῶνα διάγουσι Ath.Med.
ap. Orib.inc.21.17:— = στολή τις ἔχουσα σημεῖα ὡς γαμμάτια acc. to EM766.6.------------------------------------A practised or skilled in a thing, used to it, c. gen., τρίβων αὐτῆς (sc. τῆς καννάβιος) Hdt.4.74;τ. λόγων E. Ba. 717
;τ. ἱππικῆς Ar.V. 1429
;τῶν κρεμαθρῶν οὔπω τ. Id.Nu. 869
;τῶν ἔργων τῆς ἰατρικῆς Gal.15.169
, cf. 18(2).35: c. acc.,τρίβων τὰ τοιάδε E.Med. 686
: abs., Id.El. 1127: [comp] Comp.- ότερος EM766.4
:— hence -
47 φρυκτωρία
φρυκτωρ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυκτωρία
-
48 ἀληθεύω
A- εύσω X.Mem.1.1.5
, al.:— speak truth, A.Th. 562, Hp.Prog.15, Pl.R. 589c; : with neut. Adj., ἀ. πάντα speak truth in all things, Batr.14;πολλὰ ἀ. X.An.4.4.15
; τὰς δέκα ἡμέρας ἠλήθευσε he rightly foretold.., ib.5.6.18; ἀ. τοὺς ἐπαίνους prove their praises true, Luc.Ind.20; τοὔνομα `make good', Them.Or.1.4c.2 of things, to be, prove true,σημεῖα Hp.Prog.25
:—[voice] Pass., to be fulfilled, of conditions,ἐπὶ τούτοις -ομένοις X.Cyr.4.6.10
, freq. in Arist.:—[voice] Act. of reasoners, arrive at truth, Id.Metaph. 1062a25:—[voice] Pass., is in accordance with truth, Top. , al.; ἀληθεύεσθαι κατά τινος to be truly predicated of.., ib. 132a31, al.: [tense] fut. [voice] Med. in same sense, EN 1100a35, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀληθεύω
-
49 ἀναμνηστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναμνηστικός
-
50 ἀναξύω
A scrape up or off,τὰ ἐν τῇ γῇ ὄντα [σημεῖα] ἀναξῦσαι Antipho 5.45
:—[voice] Pass., ἀναξυομένης τῆς γῆς being scraped up by fishermen dredging, Arist.HA 569b7, cf. 603a23; having the surface scraped off,Plu.
Publ.15; to be scraped down, Orib.Fr.99. -
51 ἀνεπινόητος
ἀνεπι-νόητος, ον,A unintelligible,σημεῖα τοῖς ἄλλοις ἀ. D.S.19.94
; inconceivable, unthinkable, S.E.P. 2.104, Dam.Pr.22. Adv.- τως
inconceivably,Procl.
in Prm.p.864S., Id.in Ti.1.3D.2 [voice] Act., having no experience of,τινός D.S.2.59
.3 = sine adinventione, Just.Nov.59.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπινόητος
-
52 ἀνοίγνυμι
ἀνοίγ-νῡμι Lys.12.10; [full] ἀνοίγω Pi.P.5.88, Hdt.3.37, 117, and [dialect] Att. as IG1.32 ([etym.] συν-), al.: later [full] ἀνοιγνύω Demetr.Eloc. 122, Paus. 8.41.4: [tense] impf.Aἀνἔῳγον Il.16.221
, al., Hdt.1.187, etc.; alsoἀνῷγον Il.14.168
; rarelyἤνοιγον X.HG1.1.2
and 6.21; [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ἀναοίγεσκον Il.24.455
; lateἀνεῴγνυον App.BC4.81
, etc.: [tense] fut. : [tense] aor. , Th.2.2, Hp.Vict.2.56, part. ἀνεῴξας CIG(add.) 4300d ([place name] Antiphellus); alsoἤνοιξα X.HG1.5.13
and in late Prose; [dialect] Ion.ἄνοιξα Hdt.1.68
(best codd. ἀνῷξα), 4.143, 9.118; poet.ἀνῷξα Theoc.14.15
,κἀνῷξε Phld.Acad.Ind.p.103
M.: [tense] pf.ἀνέῳχα D. 42.30
, Men.229;ἀνέῳγα Aristaenet.2.22
(v. infr.): [tense] plpf.ἀνεῴγει Pherecr.86
(Pors.):—[voice] Pass., [full] ἀνοίγνῠμαι E. Ion 923, Ar.Eq. 1326: late [tense] fut.ἀνοιχθήσομαι LXX Is.60.11
, Epict.Ench.33.13 (v.l.);ἀνοιγήσομαι LXXNe.7.3
, PMag.Par.1.358;ἀνεῴξομαι X.HG5.1.14
: [tense] pf.ἀνέῳγμαι E.Hipp.56
, Th.2.4, etc.;ἀνῷγμαι Theoc.14.47
; later ἤνοιγμαι ([etym.] δι- ) best reading in Hp.Epid.7.80, cf. J.Ap.2.9; [tense] plpf.ἀνέῳκτο X.HG5.1.14
([tense] pf. 2 ἀνέῳγα is used in pass. sense in Hp.Morb.4.39, Cord.7, and later Prose, as Plu.2.693d, Ev.Jo.1.51, 2 Ep.Cor.6.11, Luc.Nav. 4 (though he condemns it Sol.8); but in [dialect] Att., only Din.Fr.81): [tense] aor. , subj.ἀνοιχθῆ D.44.37
, opt.ἀνοιχθείην Pl. Phd. 59d
, part.ἀνοιχθείς Th.4.130
, Pl.Smp. 216d; laterἠνοίχθην Paus.2.35.7
, LXXPs.105(106).17; and [tense] aor. 2ἠνοίγην Ev.Marc.7.35
, Luc.Am.14, etc.—In late Gr., very irreg. forms occur, ;ἠνέωχα PMag.Par.1.2261
;ἠνέῳγμαι Apoc.10.8
, Hld.9.9; ; also [tense] aor. 1 inf.ἀνωίξαι Q.S.12.331
;ἀνωίχθην Nonn.D.7.317
:—open, of doors, etc., ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῗδα they tried to put back the bolt so as to open [the door], Il.24.455, cf. 14.168;πύλας ἀνοῖξαι A.Ag. 604
; ; also withoutθύραν, ἐπειδὴ αὐτῷ ἀνέῳξέ τις Pl.Prt. 310b
, cf. 314d; χηλοῦ δ' ἀπὸ πῶμ' ἀνέῳγε took off the cover and opened it, Il.16.221; ; so ἀ. σορόν, θήκας, Hdt.1.68, 187;κιβωτόν Lys. 12.10
; ἀ. σήμαντρα, σημεῖα, διαθήκην, open seals, etc., X.Lac.6.4, D. 42.30, Plu.Caes.68; and metaph.,καθαρὰν ἀνοίξαντι κλῇδα φρενῶν E. Med. 660
; ἀ. βίβλινον (sc. οἶνον) tap it, Theoc.14.15; γῆρυν ἀνοίξας, for στόμα, Tryph.477; ἀ. φιλήματα kiss with open mouths, Ach.Tat.2.37.b throw open for use, ; κἀνῷξε σχολὰς opened school, Phld.Acad.Ind.p.103M.; εἰ ἀνοίξω ἐργαστήριον; shall I open a shop? Astramps.Orac.43p.5H.2 metaph., lay open, unfold, disclose, ;ἔργ' ἀναιδῆ S.OC 515
, cf. E.IA 326;λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men.674
.3 as nautical term, abs., get into the open sea, get clear of land, X.HG1.1.2, 5.13, 6.21; butἁλὸς κέλευθον ἀ. Pi.P.5.88
is to open or first show the way over the sea.II [voice] Pass., to be open, stand open, lie open,ὄπισθε τῆς ἀνοιγομένης θύρης Hdt.1.9
; ;ἀνεῳγμένας πύλας Ἅιδου E.Hipp.56
;δικαστήρια ἀνοίγεται Pl. R. 405a
;παρέξει τἀμπόρι' ἀνεῳγμένα Ar.Av. 1523
;ἀνέῳκται τὸ δεσμωτήριον D.24.208
; cut open,Arist.
HA 497b17; κόλποι δι' ἀλλήλων ἀνοιγόμενοι opening one into another, Plu.Crass. 4: metaph., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοίγνυμι
-
53 ἀποφέρω
A , [voice] Med.- οίσομαι Theoc.1.3
, Luc.Bis Acc.33) and [dialect] Ion.[tense] aor. ἀπένεικα: [dialect] Att. [tense] aor.- ήνεγκα Th.5.10
: [tense] aor. 2 , etc.: [tense] pf.- ενήνοχα D. 27.20
:— carry off or away,τεύχεα δέ σφ' ἀπένεικαν Od.16.360
, etc.; of a wind, Il.14.255, Hdt.4.179: metaph., Plu.2.374e; of a disease, Hdt.3.66, 6.27; generally,ἀ. σῆμα S.Tr. 614
;βρέφος ἐς ἄντρον E. Ion16
, cf. Ev.Marc.15.1, etc.:—[voice] Pass., to be carried from one's course,ὑπ' ἀνέμων Hdt.2.114
, cf. 116;ἀπενεχθέντες ἐς Αιβύην Th.7.50
, cf. 6.104.2 exhale, evaporate, Anon.Lond.22.25:—[voice] Pass., to be wafted, Plu.2.681a.II carry or bring back,αὖτις ἀποίσετον ὠκέες ἵπποι Il.5.257
;ἂψ Ἕκτορι μῦθον ἀποίσειν 10.337
;ἀ. οἴκαδις Ar.Ach. 779
: —so in [voice] Pass., of oracles,ταῦτα ἀπενειχθέντα Hdt.1.66
, 158, 160: but in [voice] Pass., also of persons, return, Id.4.164, Th., etc.; ἀπηνέχθη εἰς.. ἔτι ζῶν was carried home, of a sick man, X.HG3.3.1;τεθνεὼς ἐκ δεσμωτηρίου ἀ. Lys.12.18
.2 pay back, return, Hdt.1.196, etc.: hence, pay what is due as tribute, etc., Id.4.35, 5.84, Th.5.31.3 bring in, return, of slaves let out to labour for their master's profit, v.l. Aeschin.1.97, cf. Philostr.Her.2.4 generally, bring, hand over as required,τί τινι Hdt.4.64
;ὅπλα X.Cyr.7.5.34
;εἰς τὰ δημόσια ἀ. ἱερὰ τὰ ἴδια Pl.Lg. 910c
.III hand in an accusation, render accounts, returns, etc., ἀ. παρανόμων (sc. γραφήν) πρὸς τὸν ἄρχοντα Docum. ap. D.18.54, cf.52.30; ἀπήνεγκε παρανόμων (sc. γραφήν) Δημοσθένει Decr. ap. D.18.105;λόγον.. ἀπενήνοχεν ἀναλωμάτων D.27.20
; λόγον πρὸς τοὺς λογιστάς, λόγον τῇ πόλει, Aeschin.3.22;ἀ. τοὺς ἱππεύσαντας
hand in a list of..,Lys.
16.6;ναύτας D.50.6
; ἀ. ἐν τῷ λόγῳ δεδωκώς having entered in the account, Id.49.16:—[voice] Pass., to be returned as so and so,ἀπηνέχθη ἀνώμοτος Id.21.86
;διαιτητὴς ἀπενηνεγμένος Id.52.30
.IV bring home, receive as wages, Luc.Tim.12 (which others refer to signf. 11.2).B [voice] Med., take away with one, Hdt.1.132, Isoc.6.74, etc.; carry off a prize, μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ Theoc.l.c.;κάλλευς πρῶτ' ἀπενεγκαμέναν APl.4.166
(Even.);ἀ. δόξαν Hdn.1.5.7
; carry home delicacies from a banquet, Luc.Symp.38 (less freq. in [voice] Act., Id.Nigr.25).II bring back for oneself,ὀπίσω Hdt.7.152
;ἀ. σημεῖα τοῦ θυμῷ μάχεσθαι X.Ages.6.2
; ἀ. βίον μητρί, i.e. return to her alive, E. Ph. 1161; (lyr.).C Intr. in [voice] Act., be off, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφέρω
-
54 ἀσαφής
ἀσαφ-ής, ές,A indistinct (to the senses), dim, faint,σημεῖα Th.3.22
;σκιαγραφία Pl.Criti. 107d
; indistinct (to the mind), uncertain, obscure,πάντ'.. αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT 439
; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν by night one sees less distinctly, X.Mem.4.3.4;ἀ. πέλαγος AP 12.156
; inarticulate,γλῶσσα Hp.Epid.1.26
.ιγ; of sounds, Arist. Aud. 801b21;φθέγματα Epigr.Gr.1003.6
.2 of persons, obscure,διδάσκαλος Pl.R. 392d
.II Adv.- φῶς
obscurely,Id.
Cra. 427d; πολεμοῦνται ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων without knowing which began, Th.4.20. -
55 ἐνσημαίνω
2 report, signal,τὴν αἴσθησιν Arist.de An. 423a4
:—[voice] Pass., to be indicated or expressed,ἐ. ἡ ἀναίδεια ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς Longin.4.4
.3 show in, Philostr.VA2.22.II [voice] Med., give notice of, intimate,τινὶ τὴν ὀργήν Isoc.20.22
, cf. Arist.Ath. 18.2;τοῦτο, ὅτι.. X.Cyr.8.2.3
:—[voice] Pass., POxy. 396 (i A.D.).2 give signs one to another, X.Cyn.6.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνσημαίνω
-
56 ἐπακολουθέω
A follow close upon, follow after, pursue, , Pl.Ap. 23c, al.; move with,τῷ ἄλλῳ σώματι Hp.Fract.16
;ἐ. ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ X.Cyr.7.3.8
.3 attend to, follow mentally, understand, ;τοῖς λεγομένοις Id.Lg. 861c
;αὐτοῖς λέγουσι Id.Sph. 243a
;κάλλιστ' ἐπακολουθεῖς Id.Lg. 963a
, etc.4 attend to, follow, i.e. obey or comply with,ταῖς τῶν συμμάχων γνώμαις Isoc.6.90
;τοῖς πάθεσι D.26.18
; αὐτῶν τῇ προαιρέσει Philipp. ap. D.18.167; ταῖς τῶν ποιητῶν βλασφημίαις ἐ. follow them (as authorities), Isoc.11.38: c. dat.pers., Arist.EN 1096b7.5 attend to, i.e. execute, a task,τῷ πραττομένῳ Pl.R. 370c
; wait upon, of bees,τοῖς βασιλεῦσι Arist.GA 760b15
.6 supervise, attend to,τῇ ἐγχύσει τοῦ γλεύκους PPetr.2p.136
(iii B.C.), cf. PAmh.2.40.24 (ii B.C.), etc.: abs., POxy.1024.33 (ii A.D.), etc.7 concur, PFay.24.19 (ii A.D.).8 verify, check, PEleph.10.8 (iii B.C.), PGen.22.1 (i A.D.), etc.II accompany, result, accrue,τινί Phld.Ir.p.59
W., al.: βλάβος, ζημία ἐ., PRyl.126.19 (i A.D.), BGU3.14 (iii A.D.).2 τὰ ἐπακολουθοῦντα σημεῖα confirmatory, authenticating signs (cf. 1.7), Ev.Marc.16.20.3 of the offspring of cattle,πρόβατα σὺν τοῖς -οῦσι ἄρνασι POxy.245.11
(i A.D.), cf. 244.9 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπακολουθέω
-
57 ἐπίκαιρος
ἐπίκαιρ-ος, ον,A in fit time or place, seasonable, opportune, S.OT 875 (lyr.), Th.6.34;νίκη -οτάτη Id.8.106
; of places, ; τὰ ἐ. advantageous positions, X.Hier.10.5;τοὺς ἐ. τῶν τόπων D. 18.27
, cf. Arist.Pol. 1331a21;Κόρκυρα ἐν -οτάτῳ κειμένη Isoc.15.108
;τὰ ἐνδεχόμενα καὶ -ότατα Arist.Rh. 1396b5
; τοῦ πάθους τὸ ἐ. spontaneous outburst of passion, Longin.18.2: also c.gen., τρίποδα..λουτρῶν ἐπίκαιρον, = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, convenient for.., S.Aj. 1406 (anap.); ἰατὴρ -ότατος helping in time of need, Pi.P.4.270. Adv.- ως Sm.Ps.9.10
, [comp] Sup.- οτάτως Anon.in Rh.132.8
.2. serious, important, ἐ. σημεῖα important symptoms, Hp.Epid.1.25; ἐς τέκμαρσιν Id.Acut. .3. of parts of the body, vital,ἐν τῷ -οτάτῳ ἀφύλακτον X.Eq.12.7
, cf. Arist.GA 766a24; ἐ. τοῦ ζῆν necessary for life, ib. 719a16; of wounds, dangerous,ἐ. τρῶμα Hp.Fract.11
;ἕλκος Id.Acut.46
. Adv.-ρως, τετρῶσθαι Paus.4.8.4
.4. susceptible to disorders, Gal.Nat.Fac.2.8.II. for a time, temporary, opp. ἀΐδιος, Epict.Gnom.8;ἡ τῆς δόξης ἐ. εὐδαιμονία Vett.Val.130.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκαιρος
-
58 ἐπικαταλαμβάνω
A follow and catch up, overtake,τὰς ναῦς Th.2.90
;τινά Id.3.111
, Plb.1.66.3, etc.; σελήνη ἥλιον ἐ. Pl.Ti. 39c: abs., μεταξὺδὲ ἁμέρα-λαμβάνει IG4.952.14
(Epid.):—[voice] Pass., Arist.HA 611b33.b. of fruit which forms before the last year's fruit is ripe, overtakes it, Thphr.HP2.6.10.2. fasten, bind on,κατάπλασμα ταινιδίῳ Gal.13.357
.3. Gramm. in [voice] Pass., of σημεῖα, to be understood after, S.E. M.8.166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταλαμβάνω
-
59 ἐπιστίζω
A mark with spots on the surface, speckle, Nic.Th. 332;νῶτον ἱμάσθλῃ Nonn.D.37.410
(s.v.l.):—[voice] Pass., to be spotted or speckled, Thphr.HP3.7.5;τῷ νώτῳ οἱ σημεῖα ἐπέστικται Ael.NA11.24
; to be marked with a dot,ὁ ἐπεστιγμένος Aen.Tact.31.29
.—In Moer.and Hsch., ἐπιστίζω, -στιγμα, are for ἐπι-σίζω, -σιγμα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστίζω
-
60 ἰωνός
ἰωνός, ὁ, a kind of
См. также в других словарях:
σημεία — σημείᾱ , σημεία military standard fem nom/voc/acc dual σημείᾱ , σημεία military standard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημεία — ἡ, ΜΑ βλ. σημαία … Dictionary of Greek
σημεῖα — σημεῖον mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σημεῖα καὶ τέρατα. — См. Знамения и чудеса … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κοράκων λαρυγγισμοὶ — σημεῖα πνευμάτων καὶ ὄμβρων. — См. Каркать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σημείας — σημείᾱς , σημεία military standard fem acc pl σημείᾱς , σημεία military standard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημεῖ' — σημεῖα , σημεῖον mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημείαις — σημεία military standard fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek