-
1 Ένα λεπτό υπομονής μπορεί να σημαίνει δέκα χρόνια ειρήνης
• Одна минута сдержанности может значить десять лет мираИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένα λεπτό υπομονής μπορεί να σημαίνει δέκα χρόνια ειρήνης
-
2 σημαινω
дор. σᾱμαίνω (fut. σημᾰνῶ - эп.-ион. σημᾰνέω, aor. ἐσήμηνα - эп. σήμηνα, дор. ἐσήμᾱνα; pf. σεσήμαγκα; pass.: fut. σημανθήσομαι, aor. ἐσημάνθην, pf. σεσήμασμαι - inf. σεσημάνθαι, part. pf. σεσημασμένος; adj. verb. σημαντός, σημαντέος)1) обозначать, отмечать(τέρματα Hom.)
σεμαίνεσθαι τοὺς εὐρωστοτάτους Polyb. — отбирать себе самых крепких здоровьем2) показывать, указывать(τινά τινι Her.; φωνέ σημαίνουσα ὅ τι χρέ ποιεῖν Xen.)
3) обнаруживать, выявлять(τι περί τινος Plat.)
τἄλλα δ΄ αὐτὸ σημανεῖ Eur. — остальное само собою обнаружится;σ. τὸ πολεμικόν Xen. — давать сигнал к атаке4) подавать сигнал, сигнализировать(καπνῷ Aesch.)
φῶς σημαίνει τινί Aesch. — подается световой сигнал кому-л.;ὡς ἐσήμηνε impers. Her. — когда был подан сигнал5) давать знамение(τινὴ ἐν τοῖς ἱεροῖς Xen.)
ἐπὴ τοῖς μέλλουσι γενήσεσθαι σημῆναι Thuc. — служить предзнаменованием того, что предстоит6) обнаруживаться, следовать7) указывать, приказывать, предписывать, велеть(τινὴ ποιεῖν τι Her., Xen., Trag.)
μέ σημήναντός σου Plat. — без твоего приказания;σ. στρατοῦ Hom. — командовать войском;σ. ἐπὴ δμωῇσι γυναιξίν Hom. — распоряжаться служанками;ὅ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν Hom. — он давал руководящие указания8) сообщать, докладывать, объявлять(πάντα τινί Soph.)
σ. τινὴ τὰ καταλαβόντα Her. — докладывать кому-л. о происшедшем;ὥσπερ ἐσήμηνα Her. — как я упомянул (выше)9) обозначать, значитьτὰ σημαίνοντα (sc. ὀνόματα) Plat. — знаменательные слова;τὸ σημαινόμενον Arst. — значение, смысл10) преимущ. med. запечатыватьγράψας καὴ σημηνάμενος Xen. — написав и запечатав, т.е. в запечатанном письме;
τά τε σεσημασμένα καὴ τὰ ἀσήμαντα Plat. — как опечатанные, так и неопечатанные вещи11) med. заключать (на основании признаков), догадыватьсяτὰ μὲν σημαίνομαι, τὰ δ΄ ἐκπέπληγμαι Soph. — по одним признакам я догадываюсь, другими же я смущен
-
3 αντιλαμπω
1) светить в ответ, отвечать сигнальными огнями(φῶς φύλαξι σημαίνει …- Οἱ δ΄ ἀντέλαμψαν Aesch.)
2) отражать свет, отсвечивать(τὸ φανὸν ἀντιλάμπει Xen.)
ἀ. πρὸς τέν σελήνην Plut. — отражать лунный свет3) светить прямо в лицо, слепить(ὅ ἥλιος ἀντιλάμπει τινί Plut.)
4) перен. ослеплять -
4 δημοκηδης
- οῦ ὅ народный печальник, друг народа(σημαίνει τοὔνομα - sc. Ποπμιγομα - δημοκηδῆ Plut.)
-
5 κυριολεξία
η1) буквальный, прямой смысл слова (фразы и т. п.);αυτό στην κυριολεξία του σημαίνει... — это в буквальном смысле означает...;
2) дословное повторение (чего-л.) -
6 προσκλητήριο(ν)
τό1) приглашение, пригласительный билет, пригласительное письмо; 2) зов, призыв;δίνω το «παρών» στο προσκλητήριο(ν)' τού κόμματος — откликаться на зов партии;
3) воен, сигнал «повестка», сбор; поверка, перекличка (в строю);σημαίνει προσκλητήριο(ν) — звучит сигнал «повестка»;
έλειπε από το βραδυνό (πρωινό) προσκλητήριο(ν) — он отсутствовал на вечерней (утренней) поверке
-
7 προσκλητήριο(ν)
τό1) приглашение, пригласительный билет, пригласительное письмо; 2) зов, призыв;δίνω το «παρών» στο προσκλητήριο(ν)' τού κόμματος — откликаться на зов партии;
3) воен, сигнал «повестка», сбор; поверка, перекличка (в строю);σημαίνει προσκλητήριο(ν) — звучит сигнал «повестка»;
έλειπε από το βραδυνό (πρωινό) προσκλητήριο(ν) — он отсутствовал на вечерней (утренней) поверке
-
8 σημαίνω
(αόρ. εσήμανα, παθ. αόρ. εσημάνθην) 1. μετ.1) метить, отмечать; 2) давать сигнал (чего-л.), трубить (что-л.); 3) звонить, бить (в колокол); 4) значить, означать; 2. αμετ. иметь значение;δεν σημαίνει — неважно, не имеет значения
См. также в других словарях:
σημαίνει — σημαίνω show by a sign pres ind mp 2nd sg σημαίνω show by a sign pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek