-
1 σηκοβάτης
Aθεοῦ Ἑρμανούβιδος BCH 37.94
([place name] Thessalonica).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σηκοβάτης
См. также в других словарях:
σηκοβάτης — ὁ, Α (ως τίτλος ιερατικού αξιώματος) αυτός που έχει το δικαίωμα να εισέρχεται στον σηκό, δηλαδή στον κυρίως ναό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κυρίως ναός» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. στηλο βάτης] … Dictionary of Greek