Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σε+μας

  • 41 зачураться

    ρ.σ. (απλ.) απεύχομαι, λέγω απευχές: μακριά από μας ή απ εδώ, έξω από μας ή έξω απ εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > зачураться

  • 42 капать

    -аю, -аешь
    κ. παλ. -плю, -плешь, капай,
    επιρ. μτχ. капая
    ρ.δ.
    1. στάζω, σταλάζω•

    из глаз у не -ли слёзы από τα μάτια της έσταζαν δάκρυα•

    дождь -лет πέφτουν σταλαματιές βροχής!•

    крыша -лет η στέγη στάζει.

    2. ρίχνω σταγόνες•

    капать лекарство в рюмку ρίχνω σταγόνες φάρμακο στο ποτηράκι.

    || χύνω•

    не капай вином на скатерть μη χύνεις κρασί στο τραπεζομάντηλο.

    3. απρόσ. σταλαματίζει.
    εκφρ.
    не -лет над нами – δε μας βιάζει ή δε μας κυνηγάει κανένας.

    Большой русско-греческий словарь > капать

  • 43 ломать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•

    ломать камни σπάζω πέτρες•

    ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.

    || κατεδαφίζω, γκρεμίζω•

    ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•

    ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.

    2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.
    3. συντρίβω, θρυμματίζω•

    -каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.

    4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•

    ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.

    || αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•

    ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•

    ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.

    || καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•

    ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•

    он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.

    5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.
    6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•

    меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•

    -ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.

    7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.
    εκφρ.
    - голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•
    ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•
    ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•
    ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•
    ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•
    ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.
    1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.
    2. αλλάζω•

    голос -ется η φωνή αλλάζει.

    3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ломать

  • 44 навеять

    -вю, -веешь
    ρ.δ.μ.
    1. φέρω πνέοντας, παρασέρνω φυσώντας•

    ветер -ял прохладу ο αέρας μας έφερε δροσιά•

    -ло снегу συσσωρεύτηκε χιόνι από τον αέρα.

    2. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ•

    журчание ручья -ло на нас дремоту το κελάρυσμα του ρυακιού μας αποκοίμησε.

    3. λιχνίζω•

    навеять овей λιχνίζω βρώμη•

    -много пшеницы λιχνίζω πολύ σιτάρι.

    Большой русско-греческий словарь > навеять

  • 45 наедине

    επίρ.
    1. οι δυό μας, ένας κι ένας, μονάχοι μας, ιδιαίτερα, τετ-α-τέτ.
    2. μόνος, μοναχός, καταμόναχος.

    Большой русско-греческий словарь > наедине

  • 46 нижний

    -яя, -ее
    επ.
    1. ο κάτω, ο κατώτερος•

    -яя члюсть η κάτω σιαγόνα•

    -ие оконечности τα κάτω άκρα•

    нижний этаж το εισώγειο.

    || ο υποκάτω, ο κάτω από μας•

    -ие жильцы οι κάτωθι μας κάτοικοι.

    2. (για ποτάμια) ο κάτω•

    -ее течение ο κάτω ρους•

    -яя волга ο κάτω Βόλγας.

    3. εσωτερικός•

    -ее бель τα εσώρουχα.

    4. (για ήχο) χαμηλότερος.
    εκφρ.
    нижний чинπαλ. στρατιώτης, φαντάρος.

    Большой русско-греческий словарь > нижний

  • 47 праздник

    α.
    γιορτή, εορτή•

    религиозный праздник θρησκευτική γιορτή•

    переходящие и непереходящие -и κινητές και ακίνητες γιορτές•

    национальный праздник εθνική γιορτή•

    всенародный праздник παλλαϊκή γιορτή.

    || μέρα γιορτής ή σκόλης, εξαιρετέα. || χαρά, αγαλλίαση.
    εκφρ.
    будет и на нашей улице праздник – θά ρθει και για μας μια μέρα ή θα φέξει και για μας.

    Большой русско-греческий словарь > праздник

  • 48 припереть

    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) στερεώνω, επιστηρίζω•

    припереть доску к стене στερεώνω τη σανίδα στον τοίχο.

    2. κλείνω σφιχτά, γερά, σφαλίζω•

    припереть дверь σφαλίζω την πόρτα.

    3. πιέζω, θλίβω, σφίγγω.
    4. (απλ.) μισοκλείνω.
    5. (απλ.) φέρω, κουβαλώ•

    -ли на себе три мешка έφεραν για τον εαυτό τους τρία τσουβάλια.

    6. αμ. έρχομαι•

    -пр к нам и сидит αυτός μας ήρθε και κάθεται.

    εκφρ.
    припереть к стене – κολλώ στον τοίχο (αποστομώνω, εξουδετερώνω).
    (απλ.) έρχομαι•

    ты зачем сюда -рся? γιατί μας ήρθες εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > припереть

  • 49 присаживать

    ρ, δ.
    βλ. присадить.
    1. φυτεύομαι συμπληρωματικά κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. κάθομαι.
    εκφρ.
    -айтесь! – καθήστε! καθήστε κοντά μας! ή μαζί μας!

    Большой русско-греческий словарь > присаживать

  • 50 сам...

    (παλ. κ. απλ.)• μαζί με τακτικά αριθμητικά δείχνει: α) πόσες φορές περισσότερο σπάρθηκε από πριν: сам...-друг δυό φορές• сам...-третей τρεις φορές• сам...-четвёрт τέσερις φορές• сам...-пят πέντε φορές• сам...-шест έξι φορές• сам...-сём εφτά φορές• сам...-осьмой οχτώ φορές• сам...-девят εννιά φορές• сам...-десят δέκα φορές. β) τόσοι, όσοι δείχνει το αριθμητικό, συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος: сам...-друг οι δυό μας• сам...-третей οι τρεις μας κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > сам...

  • 51 само...

    само... 1
    πρόθεμα που αντιστοιχεί με το δικό μας: αυτό... самоанализ, самоуправление, самоход κλπ.
    само... 2
    πρόθεμα που σχηματίζει υπερθετικό β. επιθέτων• αντστοχεί με το δικό μας: υπέρ..., όπιο... самоважнейший, самомалейший

    Большой русско-греческий словарь > само...

  • 52 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 53 такой

    αντων.
    1. τέτοιος•

    такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•

    я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που

    αλλάζω τη γνώμη μου•

    до такой степени σε τέτοιο βαθμό•

    нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•

    точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•

    -ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•

    в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.

    2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•

    кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•

    кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.

    || σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.
    3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•

    мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.

    εκφρ.
    - им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•
    в -ом случаеκ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•
    и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•
    что -ое – τι είναι ή τι θα πει•
    что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•
    что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•
    что же (ж) -оеκ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ).

    Большой русско-греческий словарь > такой

  • 54 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 55 увести

    уведу уведшь, παρλθ. χρ. увл, увела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. уведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. уведя ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, οδηγώ, πηγαίνω•

    увести детей домой πηγαίνω τα παιδιά στο σπίτι.

    || βγάζω, οδηγώ•

    след увл меня далеко на реку τα ίχνη (ο τορός) με έβγαλε μακριά στο ποτάμι.

    || μτφ. αποσπώ, τραβώ, έλκω, παρασύρω•

    его образ увл моё воображение далеко в прошлое η μορφή του τράβηξε τη φαντασία μου μακριά στο παρελθόν.

    2. κλέβω, παίρνω•

    на днях -ли нашу корову αυτές τις μέρες μας πήραν τη αγελάδα μας.

    Большой русско-греческий словарь > увести

  • 56 увязать

    увяжу, увяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увязанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω, δεματιάζω, κάνω δέμα• συσκευάζω. || περιδένω• περιτυλίγω.
    2. μτφ. συνδέω• συνδυάζω•

    увязать теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    1. δένομαι• δεματιάζομαι, γίνομαι δέμα• συσκευάζομαι•

    вещи хорошо -лись τα πράγματα καλά δέθηκαν.

    2. μτφ. κολλώ, προσκολλιέμαι, πηγαίνω κοντά, ακολουθώ κατά πόδι•

    собака -лась за нами το σκυλί μας κόλλησε, μας πήρε στο κοντό.

    3. συνδυάζομαι.
    -аю, -аешь
    ρ.δ.
    βλ. увязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > увязать

  • 57 корреспондент

    1. (тот, кто ведёт переписку с кем-л.) о αντεπιστέλλων 2. (сотрудник газеты, радио и т.п.) о ανταποκριτής, (выездной) о απεσταλμένος
    собственный - о δικός μας -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корреспондент

  • 58 собственный

    1. (являющийся чьей-л. собственностью) ιδιόκτητος 2. (принадлежащий кому-, чему-л.) δικός μου
    имя - ое грам. το κύριο όνομα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собственный

  • 59 авторитет

    авторитет
    м
    1. τό κῦρος, ἡ αὐθεντικό-τητα [-ης], τό γόητρο[ν] / ἡ ἐπιρροή (влияние):
    пользоваться \авторитетом ἔχω κῦρος;
    2. (о человеке) ἡ αὐθεντία:
    в области физики он для нас \авторитет γιά μᾶς (αὐτός) εἶναι αὐθεντία στά ζητήματα τής φυσικής.

    Русско-новогреческий словарь > авторитет

  • 60 вдвоем

    вдвоем
    нареч οἱ δύο μαζί, οἱ δύο, οἱ δυό μας (σας, τους).

    Русско-новогреческий словарь > вдвоем

См. также в других словарях:

  • Μᾶς — Μᾶ fem acc pl (attic doric) Μᾶ fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περιοδικό μας — (το). Τίτλος δεκαπενθήμερου φιλολογικού και καλλιτεχνικού περιοδικού (1900 1902). Ιδρύθηκε από το Γ. Βώκο με έδρα τον Πειραιά. Το περιοδικό αυτό υπήρξε, στην εποχή του, ένα από τα αξιολογότερα του είδους …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»