Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σε+ενέργεια

  • 101 дебит

    α.
    ισχύς, δύναμη, ενέργεια σε μονάδα χρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > дебит

  • 102 динамика

    -ив.
    1. δυναμική, κλάδος της μηχανικής.
    2. δυναμισμός. || μτφ. κίνηση, δράση, ενέργεια.
    3. (μουσ.) ηχηρότητα.

    Большой русско-греческий словарь > динамика

  • 103 до...

    (πρόθεμα) προσδίνει στά ρήματα τις εξής σημασίες:
    1. ολοκλήρωση, περάτωση της ενέργειας: дочитать, допить, доесть,доехать.
    2. συμπλήρωση ως το κανονικό ή επιπρόσθετα: докупить, дополучать, досыпать.
    3. με το μόριο «-ся» σημαίνει ενέργεια μέχρι ενός αποτελέσματος, μέχρι ενός βαθμού: дозвониться, добудиться, дозваться, доболтаться.
    4. προ: дошкольный, дореволюционный.
    5. σε συνδυασμό με βραχέα ποιοτικά επίθετα σχηματίζονται επιρρήματα, που αντιστοιχούν με τα: κατά..., ολο...: «добела» – κάτασπρα, «досуха» – κατάξερα, «догола» – ολόγυμνα.

    Большой русско-греческий словарь > до...

  • 104 доказывание

    ουδ. (ενέργεια) απόδειξη.

    Большой русско-греческий словарь > доказывание

  • 105 за...

    (πρόθεμα)
    I.
    Μ’ αυτό σχηματίζονται ρήματα με τις εξής σημασίες:
    1. έναρξη, αρχή ενέργειας, δράσης: зааплодировать, запеть κλπ.
    2. επίτευξη αποτελάσματος της ενέργειας ή κατάστασης: завоевать, закрепить κλπ.
    3. (με το μόριο «ся» ή κ. χωρίς αυτό) πέρα από τα όρια: захвалить, закормить.
    4. (κατεύθυνση της ενέργειας) πίσω απο•

    завернуть за угол στρίβω πίσω στη γωνία.

    5. (κίνηση) πέρα, μακριά: завезти, загнать κλπ.
    6. (μπαίνω για λίγο, περνώ βιαστικά, στο πόδι)•

    забежать, занести κλπ.

    7. (ενέργεια μόνο κατά την επιφάνεια ή στην άκρη): запилить.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημ. πέρα, αντίπερα, από πέρα, πέρα απο: заречье, заречный.

    Большой русско-греческий словарь > за...

  • 106 загадка

    θ.
    αίνιγμα. || μτφ. ενέργεια ή κατάσταση αβέβαιη, δυσξεχνίαστη.
    εκφρ.
    говорить -ами – ομιλώ αινιγματικά.

    Большой русско-греческий словарь > загадка

  • 107 затея

    θ.
    1. επινόηση, -μα, σχέδιο, εσκεμμένη ενέργεια, πράξη.
    2. διασκέδαση, τέρψη, ψυχαγωγία.
    εκφρ.
    без -ей – ανεπιτήδευτα, απλά, χωρίς πονηριές.

    Большой русско-греческий словарь > затея

  • 108 захлебнуть

    ρ.σ,μ.
    1. καταπίνω•

    захлебнуть воды при купании καταπίνω νερό κατά το λουτρό.

    2. πίνω, ρουφώ, περνώ κάτω.
    1. πνίγομαι (από υγρό, καπνό κ.τ.τ.), μου πιάνεται, ο λαιμός•

    он -лся и утонул αυτός έπιε νερό και πνίγηκε.

    2. μου πιάνεται, η αναπνοή, κομπιάζω•

    он -лся от радости του πιάστηκε η αναπνοή από χαρά.

    3. διστάζω να προχωρήσω σε ενέργεια.
    4. σταματώ, παύω να λειτουργώ, σβήνω (για μηχανή, αυτόματο όπλο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > захлебнуть

  • 109 из...

    (κ. изо..., изъ..., ис...) πρόθεμα.
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας ή της κίνησης από μέσα προς τα έξω από τα όρια ενός μέρους αφαίρεση, εξαγωγή από κάτι (αντιστοιχεί με το πρόθεμα «вы...»).
    2. επέκταση της ενέργειας σε όλο,το αντικείμενο, προς όλες τις κατευθύνσεις.
    3. φορά της ενέργειας ως το ανώτατο όριο, ολοκλήρωση της ενέργειας.
    4. πλήρη κατανάλωση του αντικειμένου στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια.
    5. (με το μόριο -ся) απόκτηση κάποιας ποιότητας,ιδιότητας σαν συνέπεια της συνεχούς επανάληψης μιας ενέργειας ή και αντίθεται απώλεια κάποιας ιδιότητας, ικανότητας.
    II.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιρρημάτων από επίθετα και σημαίνει ύπαρξη κάποιας απόχρωσης ενός χρώματος.

    Большой русско-греческий словарь > из...

  • 110 из-под

    κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).
    1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•

    мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.

    2. από τα πέριξ•

    он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.

    3. (σημαίνει αλλαγή) απο•

    освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•

    вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•

    выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•

    выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.

    4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•

    бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•

    метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•

    бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.

    εκφρ.
    из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•
    из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι).

    Большой русско-греческий словарь > из-под

  • 111 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 112 инъекция

    θ.
    ένεση (ενέργεια).

    Большой русско-греческий словарь > инъекция

  • 113 летать

    ρ.δ.
    1. σημαίνει ό, τι και το ρ. лететь με τη διαφορά ότι το ρ. летать σημαίνει επαναλαμβανόμενη ενέργεια ή εκτελούμενη προς διάφορες κατευθύνσεις.
    2. μτφ. κινούμαι γρηγορόλαφρα, πετώ.
    3. πέφτω εκσφεντονίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > летать

  • 114 лидирование

    ουδ. (ενέργεια) ηγεσία, αρχηγία.

    Большой русско-греческий словарь > лидирование

  • 115 ложный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. ψεύτικος, ψευδής•

    -ое свидетельство ψευδομαρτυρία.

    2. πλαστός, προσποιητός, τεχνητός•

    -ая скромность προσποιητή σεμνότητα, η σεμνοτυφία.

    3. λαθεμένος, εσφαλμένος, πεπλανημένος, ανακριβής.
    εκφρ.
    - ое положение – ψεύτικη ή αβέβαιη κατάσταση•
    в -ом свете – με ψεύτικη αληθοφάνεια, διαστρεβλωμένα•
    ложный шаг – άστοχη ενέργεια•
    идти по -ому пути – δε βαδίζω σωστά, ακολουθώ εσφαλμένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > ложный

  • 116 лучистый

    επ., βρ: -чист, -а, -о.
    1. ακτινοβόλος, φωτοβόλος, φεγγοβόλος•

    -ая энергия ακτινοβόλα ενέργεια.

    || λαμπερός• σπινθηροβόλος•

    -ые глаза σπινθηροβόλα μάτια.

    2. ακτινοειδής.

    Большой русско-греческий словарь > лучистый

  • 117 меблировка

    θ.
    1. επίπλωση (ενέργεια).
    2. τα έπιπλα.

    Большой русско-греческий словарь > меблировка

  • 118 многократный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    επανειλημμένος, συχνός επαναλειπτικός•

    -ые напоминания επανειλημμένες υπομνήσεις.

    εκφρ.
    многократный глагол – ρήμα που σημαίνει επαναληπτική ενέργεια.

    Большой русско-греческий словарь > многократный

  • 119 над...

    (надо... κ. надъ...)• πρόθεμα.
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. επαύξηση• επιπρόσθεση, συμπλήρωση π.χ. надвязать, надклеить, надрисовать κλπ., αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επι...»: επιδένω, επικολλώ κλπ.
    2. λειψή ενέργεια ή επέκταση της ενέργειας όχι σε όλο το αντικείμενο, αλλά στην επιφάνεια του π.χ. надкусить, надломить κλπ.
    II.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ουσ. και επ. παραπάνω από κάτι• πάνω σε κάτι (επι...): надбровье, надземный κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > над...

  • 120 начать

    -чну, -чншь, παρλθ. χρ. начал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начатый, βρ: -чат, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αρχίζω, κάνω την αρχή, την έναρξη• βάζω, θέτω σε ενέργεια• ανοίγω, πιάνω βάζω μπρος ξεκινώ•

    начать рубить αρχίζω να κόβω•

    начать постройку αρχίζω την οικοδομή•

    начать разговор αρχίζω την κουβέντα•

    переговоры αρχίζω τις συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    снова начать αρχίζω εκ νέου, επαναρχίζω•

    начать опять επαναρχίζω, ξαναρχίζω•

    начать спор αρχίζω τη συζήτηση•

    начать первый раз πρωταρχίζω•

    начать бочку вина ανοίγω (αρχίζω) το βαρέλι με το κρασί•

    αρχίσω.
    αρχίζω, άρχομαι, κάνω την αρχή κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > начать

См. также в других словарях:

  • ἐνεργεία — ἐνεργείᾱ , ἐνέργεια activity fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργείᾳ — ἐνεργείᾱͅ , ἐνέργεια activity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ενέργεια —         (energeia) (греч.) акт, активность, деятельность, действительность (ср. ).         см. Энергия; Энтелехия. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г …   Философская энциклопедия

  • ἐνέργεια — activity fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια απολύτου μηδενός — Η ενέργεια που οφείλεται στις ταλαντώσεις που εκτελούν τα άτομα των μορίων ενός υλικού γύρω από τη θέση ισορροπίας, στη θερμοκρασία του απολύτου μηδενός. H εξέταση αυτών των αρμονικών ταλαντωτών (άτομα) έγινε από τον Αϊνστάιν με βάση την κβαντική …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια σύνδεσης — Η ενέργεια που εκλύεται όταν πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια ενώνονται για να σχηματίσουν ένα άτομο. Το ίδιο ποσό ενέργειας απαιτείται για τη διάσπαση ενός πυρήνα στα συστατικά του, ενέργεια που είναι ισοδύναμη με το έλλειμμα μάζας του πυρήνα.… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — η 1. δράση, πράξη, λειτουργία που μεταβάλλει κατάσταση, η επίδραση: Η ενέργεια του φαρμάκου. 2. η προσπάθεια για επιτυχία αποτελέσματος: Άκαρπες ενέργειες. 3. εκδήλωση τάσης, διάθεσης: Εχθρική ενέργεια. 4. δύναμη σε ακμή: Ηφαίστειο σε ενέργεια. 5 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνέργειᾳ — ἐνέργειαι , ἐνέργεια activity fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργεῖᾳ — ἐνεργεῖαι , ἐνεργέω to be in action pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐνεργεῖαι , ἐνεργέω to be in action pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατομική ενέργεια — Βλ. λ. ενέργεια (πυρηνική ενέργεια) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»