-
81 solar-powered
adjective ηλιακός(που τροφοδοτείται με ηλιακή ενέργεια) -
82 step
[step] 1. noun1) (one movement of the foot in walking, running, dancing etc: He took a step forward; walking with hurried steps.) βήμα2) (the distance covered by this: He moved a step or two nearer; The restaurant is only a step (= a short distance) away.) βήμα3) (the sound made by someone walking etc: I heard (foot) steps.) βήμα,βηματισμός4) (a particular movement with the feet, eg in dancing: The dance has some complicated steps.) βήμα(χορού)5) (a flat surface, or one flat surface in a series, eg on a stair or stepladder, on which to place the feet or foot in moving up or down: A flight of steps led down to the cellar; Mind the step!; She was sitting on the doorstep.) σκαλί6) (a stage in progress, development etc: Mankind made a big step forward with the invention of the wheel; His present job is a step up from his previous one.) βήμα/σκαλί7) (an action or move (towards accomplishing an aim etc): That would be a foolish/sensible step to take; I shall take steps to prevent this happening again.) ενέργεια,μέτρο2. verb(to make a step, or to walk: He opened the door and stepped out; She stepped briskly along the road.) βαδίζω,βηματίζω- steps- stepladder
- stepping-stones
- in
- out of step
- step aside
- step by step
- step in
- step out
- step up
- watch one's step -
83 акт
[άκτ] ουσ. α. πράξη, ενέργεια -
84 облучать
[αμπλουτσάτ'] ρ. υποβάλλω στην ενέργεια ακτίνων -
85 электроэнергия
[ελιεκτραενιέργκιγια] ουσ. θ. ηλεκτρική ενέργεια -
86 энергия
[ινιέργκιγια] ουσ. θ. ενέργεια -
87 акт
[άκτ] ουσ α πράξη, ενέργεια -
88 облучать
[αμπλουτσάτ'] ρ υποβάλλω στην ενέργεια ακτίνων -
89 электроэнергия
[ελιεκτραενιέργκιγια] ουσ θ ηλεκτρική ενέργεια -
90 энергия
[ινιέργκιγια] ουσ θ ενέργεια -
91 акт
-а α.1. πράξη, ενέργεια, έργο•террористический акт τρομοκρατική πράξη.
2. διάταγμα• απόφαση.3. έγγραφο, πράξη, πρακτικό•обвинительный акт το κατηγορητήριο•
составить акт о передаче имуществ συντάσσω πράξη για την παράδοση της περιουσίας•
нотариальный акт η συμβολαιογραφική πράξη.
4. (θεατρ.) πράξη•комедия в трех -ах κωμωδία σε τρεις πράξεις η τρίπραχτη κωμωδία.
5. η τελετή για τη λήξη του σχολικού έτους.εκφρ.- ы гражданского права – οι ληξιαρχικές πράξεις. -
92 атомник
-а α.ατομικός, ειδικός στην ατομική ενέργεια. || οπαδός της χρήσης της ατομικής βόμβας. -
93 атомный
επ.ατομικός!•атомный вес το ατομικό βάρος•
-ое ядро ο πυρήνας του ατόμου•
-ая бомба ατομική βόμβα•
-ая энергия ατομική ενέργεια•
-ая электростанция ατομικός ηλεκτροσταθμός•
атомный ледокол ατομικό παγοθραυστικό•
-ое оружие ατομικό όπλο•
атомный реактор ατομικός αντιδραστήρας.
-
94 военнослужащий
-его α. στρατιωτικός εν ενεργεία. -
95 воздержать
-ржу, -ержишь, ρ.σ.μ. παλ. συγκρατώ (από κάποια ενέργεια).συγκρατιέμαι• απέχω, αποφεύγω•воздержать от спиртных напитков απέχω από τα οινοπνευματώδη ποτά, αποφεύγω τα πιοτά.
|| συγκρατώ (πάθος, αισθήματα)•воздержать от гневы συγκρατώ το θυμό.
|| απέχω, ψηφίζω λευκό, κρατώ ουδετερότητα•-лись трое δεν ψήφισαν(ή ψήφισαν λευκό)τρεις.
-
96 вулкан
-а α.ηφαίστειο•действующий вулкан ηφαίστειο εν ενεργεία•
потухший вулкан σβησμένο ηφαίστειο.
εκφρ.жить (как) на -е – κάθομαι σ’ αναμμένα κάρβουνα ή στα καρφιά, στα αγκάθια (αδημονώ, αγωνιώ, ανησυχώ άκρως). -
97 выгонка
-и θ.απόσταξη. || πρόωρη, παράκαιρη ενέργεια, πράξη, βγάλσιμο κ.τ.τ. -
98 выступление
-я ουδ.1. ξεκίνημα, εκκίνηση, αναχώρηση•приказ о -ии διαταγή εκκίνησης.
2. εμφάνιση στη σκηνή• η εκτέλεση από τη σκηνή. || ενέργεια. || δήλωση.3. εκφώνηση λόγου, αγόρευση, ομιλία, λόγος, δημηγορία. || πάλη, αγώνας. -
99 выходка
-и θ.1. συμπεριφορά ανάγωγη, κακή διαγωγή, αγενής, ανάρμοστη πράξη, ενέργεια.2. (για χορό) προβολή του ποδιού, ξεκίνημα, έναρξη. -
100 гонять
ρ.δ.μ.1. (σημαίνει ενέργεια προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο) βλ. гнать (1, 2, 3, 4 σημ.).2. στέλλω, κατευθύνω με παραγγελία.3. μτφ. (απλ.) εξελέγχω, εξετάζω τις γνώσεις ενός μαθήματος•εκφρ.гонять голубей – αφήνω ή υποχρεώνω τα περιστέρια να πετάξουν•лодыря, собак - – σκοτώνω μύγες (τεμπελιάζω)•гонять почту – μεταφέρω ταχυδρομείο.1. βλ. гнаться (με σημασία επαναληπτική).2. παλ. αμιλλώμαι στο τρέξιμο.
См. также в других словарях:
ἐνεργεία — ἐνεργείᾱ , ἐνέργεια activity fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργείᾳ — ἐνεργείᾱͅ , ἐνέργεια activity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ενέργεια — (energeia) (греч.) акт, активность, деятельность, действительность (ср. ). см. Энергия; Энтелехия. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г … Философская энциклопедия
ἐνέργεια — activity fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
ενέργεια απολύτου μηδενός — Η ενέργεια που οφείλεται στις ταλαντώσεις που εκτελούν τα άτομα των μορίων ενός υλικού γύρω από τη θέση ισορροπίας, στη θερμοκρασία του απολύτου μηδενός. H εξέταση αυτών των αρμονικών ταλαντωτών (άτομα) έγινε από τον Αϊνστάιν με βάση την κβαντική … Dictionary of Greek
ενέργεια σύνδεσης — Η ενέργεια που εκλύεται όταν πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια ενώνονται για να σχηματίσουν ένα άτομο. Το ίδιο ποσό ενέργειας απαιτείται για τη διάσπαση ενός πυρήνα στα συστατικά του, ενέργεια που είναι ισοδύναμη με το έλλειμμα μάζας του πυρήνα.… … Dictionary of Greek
ενέργεια — η 1. δράση, πράξη, λειτουργία που μεταβάλλει κατάσταση, η επίδραση: Η ενέργεια του φαρμάκου. 2. η προσπάθεια για επιτυχία αποτελέσματος: Άκαρπες ενέργειες. 3. εκδήλωση τάσης, διάθεσης: Εχθρική ενέργεια. 4. δύναμη σε ακμή: Ηφαίστειο σε ενέργεια. 5 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνέργειᾳ — ἐνέργειαι , ἐνέργεια activity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργεῖᾳ — ἐνεργεῖαι , ἐνεργέω to be in action pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐνεργεῖαι , ἐνεργέω to be in action pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατομική ενέργεια — Βλ. λ. ενέργεια (πυρηνική ενέργεια) … Dictionary of Greek