-
1 σείεται
σείωshake: aor subj mid 3rd sg (epic)σείωshake: fut ind mid 3rd sg (epic)σείωshake: pres ind mp 3rd sg -
2 σείετ'
σείετε, σείωshake: aor subj act 2nd pl (epic)σείετε, σείωshake: fut ind act 2nd pl (epic)σείετε, σείωshake: pres imperat act 2nd plσείετε, σείωshake: pres ind act 2nd plσείεται, σείωshake: aor subj mid 3rd sg (epic)σείεται, σείωshake: fut ind mid 3rd sg (epic)σείεται, σείωshake: pres ind mp 3rd sgσείετο, σείωshake: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)σείετε, σείωshake: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
3 κουνώ
κουνάω 1. μετ.1) качать, раскачивать; трясти; колыхать; шатать; 2) махать, размахивать, взмахивать;κουνώ τη σημαία — взмахнуть флажком;
3) трогать (с места), перемещёть, переставлять;4) колыхать; 5) двигать; шевелить;§ δεν κουνώ ούτε το δαχτυλάκι μου — пальцем не шевельнуть;
όσο τα κουνβς θολώνουν — стоит только копнуть (о подозрительном деле);
2. αμετ.1) качаться, раскачиваться;τό πλοίο κουνάει — судно качается (на волнах);
2) двигаться, шевелиться;μην (τό) κουνήσει κανείς! — ни с места!;
1) — качаться; — колыхаться; — шататься;κουνιέμαι, κουνιούμαι
τό δόντι μου κουνιέται — у меня шатается зуб;
2) двигаться, передвигаться; шевелиться;μην κουνηθείς! — не двигайся!, ни с места!;
3) работать быстрее, пошевеливаться, поторапливаться;κουνήσου λιγάκι! — побыстрее!, живее!, пошевеливайся!;
κουνήσου και πέρασε η ώρα — поторопись, уже поздно!;
4) жеманиться, кривляться;σειέται και κουνιέται — идёт и кривляется
-
4 ἐνοσίζεται
ἐνοσίζεται· τρέμει, σείεται, Cyr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνοσίζεται
-
5 ἔνοσις
Grammatical information: f.Meaning: `shaking, quake' (Hes., E. in lyr.).Dialectal forms: Myc. enesidaone with difficult -e-Compounds: As 1. member in the ep. compounds ἐνοσί-χθων, ἐννοσί-γαιος `earth-shaker' surnames of Poseidon; in the same meaning ἐννοσίδᾱς (Pi.; with δα- in Δα-μάτηρ (s. Δημήτηρ and v. Wilamowitz Glaube 1, 203); after this εἰνοσί-φυλλος `shaking off foliage' (Hom.; ἐνν-, εἰν- metr. lengthening; cf. Chantr. Gramm. Hom. 1, 100); cf. Knecht Τερψίμβροτος 26.Derivatives: ἐνοσιζεται τρέμει, σείεται (Cyr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Uncertain. The explanation by Pott, followd by many scholars, as *ἔν-Ϝοθ-τις to ὠθέω (s. also ἔθων, ἔθειρα) finds several objections: the sequence - θ-τ- should have given - στ- (cf. e. g. πύσ-τις beside πεῦ-σις); the ο-ablaut as in ἄ-φρων: φρήν is not expected in a τι-deriv., and refuted by Myc.; a prefixal ἐν- is not well explained ("bump against"?). If ἔνοσις is indeed a primary τι-deriv. (cf. Holt Les noms d'action en - σις 94f.), we would rather expect a formation like ἄρο-σις. ἔνοσις may have been derived from the compounds. - See Porzig Satzinhalte 193f. M. Janda, Compositiones indogerm. Schindler, 1999, 183-203 assumes a root * h₁enh₃- `to move' from Skt. ánas, Lat. onus ? (but no such root is attested, and its meaning would be `carry one a horse', which seems not adequate; also it does no solve the problem provided by Myc.).Page in Frisk: 1,523Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔνοσις
См. также в других словарях:
σείεται — σείω shake aor subj mid 3rd sg (epic) σείω shake fut ind mid 3rd sg (epic) σείω shake pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σείετ' — σείετε , σείω shake aor subj act 2nd pl (epic) σείετε , σείω shake fut ind act 2nd pl (epic) σείετε , σείω shake pres imperat act 2nd pl σείετε , σείω shake pres ind act 2nd pl σείεται , σείω shake aor subj mid 3rd sg (epic) σείεται , σείω shake… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειέμαι — 1. δονούμαι: Σειέται η γη. 2. βαδίζω καμαρωτά και κουνιστά: Σειέται και λυγιέται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσειστος — η, ο (AM ἄσειστος, ον) [σείω] 1. αυτός που δεν σείεται, ο ακλόνητος 2. ο αδιατάρακτος, ο αμετάβλητος … Dictionary of Greek
έμπνους — ου (Α ἔμπνους, ουν και ἔμπνοος, οον) αυτός που έχει πνοή, που αναπνέει, που ζει («οὐκ ἀπέθανε, ἀλλ ἦν ἔμπνους», Ηρόδ.) 2. αυτός που σείεται από τον άνεμο, που ανεμίζεται 3. θεόπνευστος … Dictionary of Greek
έντρομος — η, ο (AM ἔντρομος, ον) ο κατεχόμενος από τρόμο, τρομαγμένος, περίφοβος αρχ. αυτός που σείεται, τραντάζεται ή έχει τρομώδη κίνηση. επίρρ... ἐντρόμως με τρόμο, τρομαγμένα … Dictionary of Greek
αεροδόνητος — η, ο (Α ἀεροδόνητος, ον) αυτός που δονείται, που σείεται από τον αέρα αρχ. αυτός που τινάζεται από τον αέρα σε μεγάλο ύψος, που ανεβαίνει στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + δονῶ] … Dictionary of Greek
επίσειστος — ἐπίσειστος, ον (Α) [επισείω] 1. (κυρίως για μαλλιά) αυτός που σείεται, που κυματίζει, που κυμαίνεται 2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κουρᾱς» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίσειστος (στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο με τρίχες που κρέμονται στο μέτωπο … Dictionary of Greek
ευδιάσειστος — εὐδιάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)] … Dictionary of Greek
ευκατάσειστος — εὐκατάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα 2. αυτός που καταρρίπτεται εύκολα αρχ. αυτός που συγκινείται, που παρασύρεται εύκολα («εὐκατάσειστον εἶναι τὸν δῆμον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σειστος (< κατα σείω), πρβλ. α κατά… … Dictionary of Greek
ευκράδαντος — εὐκράδαντος, ον (Α) αυτός που κραδαίνεται, σείεται ή κλονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραδαντος (< κραδαίνω), πρβλ. α κράδαντος] … Dictionary of Greek