-
1 σεμνότης
A solemnity, dignity,σεμνότητ' ἔχει σκότος E.Ba. 486
, cf. X.Cyr.8.3.1, Isoc.12.242, Pl.Mx. 235b;ἡ σ. τοῦ ῥήματος D.Prooem.45
; [ τῆς λέξεως] Arist.Rh. 1408b35; ἡ τοῦ τόπου ς. Milet.1(9).368; also of persons, seriousness, dignity,ἐπὶ τῆς σ. αὐθάδεις ὑπολαμβάνεσθαι D.61.14
, cf. Arist.Rh. 1391a28, Ep.Tit.2.7, 1 Ep.Ti.2.2: in pl.,σ. οὐκ ἀληθιναὶ ἀλλὰ πεπλασμέναι Isoc.6.98
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνότης
-
2 σεμνοποιέω
A make august, magnify,τὸ θεῖον Str.10.3.9
, J.AJ16.5.3;τὰ τῆς πόλεως ἔθιμα Inscr.Prien.112.94
:—[voice] Pass., - ποιεῖται τὸ πῦρ is reverenced, Eust.748.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνοποιέω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… … Dictionary of Greek
φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… … Dictionary of Greek
πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… … Dictionary of Greek
αγγρέκο — (angraecum).Διάφορα καλλωπιστικά φυτά της οικογένειας των ορχιδιδών. Είναι μονοετή ή ποώδη φυτά της Μαδαγασκάρης και της τροπικής Αφρικής, με εναέριες ρίζες με τις οποίες στηρίζονται σε άλλα φυτά. Τα φύλλα τους είναι τοποθετημένα σε δύο σειρές… … Dictionary of Greek
PRESBYTER — I. PRESBYTER Hebr. Zeken, i. e. Senior, nomen titulusque eminentioribus olim, adeoque Praefectis Iuridicis Israelitarum, iam per intervallum Legis dationem in Sinai antevertens, tribui solitus et quidem his inprimis, uti vidimus supra, voce Iudex … Hofmann J. Lexicon universale
κρήγυος — κρήγυος, δωρ. τ. κράγυος, ον (Α) 1. καλός, ωφέλιμος ή ευάρεστος («οὔ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας», Ομ. Ιλ.) 2. αληθινός, πραγματικός («εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον», Θεόκρ.) 3. σπουδαίος, βαρυσήμαντος 4. (για γυναίκα) τίμια 5. (το ουδ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek