-
1 σελιδηφαγος
См. также в других словарях:
σελιδηφάγος — ον, Α αυτός που κατατρώγει τις σελίδες τών βιβλίων, η βιβλιόψειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίς, ίδος + φάγος*] … Dictionary of Greek
σελιδηφάγε — σελιδηφάγος devouring leaves of books masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)